σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von [[κύων]] ab, wie κνυζάομαι; Hesych. [[ἡσυχῇ]] ὑποφθέγγεσθαι ὥςπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das [[ἐπισκύνιον]] herunterzieht, also von [[σκύνιον]], finster aussehen. Vgl. [[σκυδμαίνω]], [[σκυθρός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von [[κύων]] ab, wie κνυζάομαι; Hesych. [[ἡσυχῇ]] ὑποφθέγγεσθαι ὥςπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das [[ἐπισκύνιον]] herunterzieht, also von [[σκύνιον]], finster aussehen. Vgl. [[σκυδμαίνω]], [[σκυθρός]].
}}
{{ls
|lstext='''σκύζομαι''': Ἐπικ. ἀποθετ. ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ.· παρατ. ἐσκύζοντο, σκύζοντο Κόϊντ. Σμ. 3. 133., 5. 338· Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. σκύσσαιτο (ἐπι-) Ὀδ. Η. 306. Ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, εἶμαι ὠργισμένος, «λυποῦμαι, χολοῦμαι, θυμοῦμαι, [[σκυθρωπάζω]]» Ἡσύχ., σκυζομένη Διὶ πατρί Ἰλ. Δ. 23, Θ. 460· σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς Ω. 113· μή μοι σκύζευ Ὀδ. Ψ. 209· ἀπολ., εἶμαι ὠργισμένος, οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης [[ἀλέγω]] Ἰλ. Θ. 483, πρβλ. Ι. 198. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΚΥΔ (πρβλ. σκυδμαίνω), ἥτις γίνετε ΣΚΥΘ. πρὸ τοῦ ρ. ὡς ἐν τοῖς [[σκυθρός]], σκυθρωπός, εἰ καὶ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ εὕρῃ τις ἄλλα παραδείγματα ὁμοίας μεταβολῆς).
}}
}}

Revision as of 10:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύζομαι Medium diacritics: σκύζομαι Low diacritics: σκύζομαι Capitals: ΣΚΥΖΟΜΑΙ
Transliteration A: skýzomai Transliteration B: skyzomai Transliteration C: skyzomai Beta Code: sku/zomai

English (LSJ)

Ep., used mostly in pres.: impf. ἐσκύζοντο, σκύζοντο, Q.S.3.133, 5.338: Ep. aor. opt. σκύσσαιτο (ἐπι-) Od.7.306:—

   A to be angry with one, σκυζομένη Διὶ πατρί Il.4.23; σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς 24.113; μή μοι σκύζευ Od.23.209: abs., to be wroth, οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Il.8.483, cf. 9.198. (Cf. σκυδ-μαίνω and prob. σκυθρός.)

German (Pape)

[Seite 906] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von κύων ab, wie κνυζάομαι; Hesych. ἡσυχῇ ὑποφθέγγεσθαι ὥςπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das ἐπισκύνιον herunterzieht, also von σκύνιον, finster aussehen. Vgl. σκυδμαίνω, σκυθρός.

Greek (Liddell-Scott)

σκύζομαι: Ἐπικ. ἀποθετ. ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ.· παρατ. ἐσκύζοντο, σκύζοντο Κόϊντ. Σμ. 3. 133., 5. 338· Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. σκύσσαιτο (ἐπι-) Ὀδ. Η. 306. Ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, εἶμαι ὠργισμένος, «λυποῦμαι, χολοῦμαι, θυμοῦμαι, σκυθρωπάζω» Ἡσύχ., σκυζομένη Διὶ πατρί Ἰλ. Δ. 23, Θ. 460· σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς Ω. 113· μή μοι σκύζευ Ὀδ. Ψ. 209· ἀπολ., εἶμαι ὠργισμένος, οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Ἰλ. Θ. 483, πρβλ. Ι. 198. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΚΥΔ (πρβλ. σκυδμαίνω), ἥτις γίνετε ΣΚΥΘ. πρὸ τοῦ ρ. ὡς ἐν τοῖς σκυθρός, σκυθρωπός, εἰ καὶ δύσκολον εἶναι νὰ εὕρῃ τις ἄλλα παραδείγματα ὁμοίας μεταβολῆς).