πυριάτη: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] ἡ, eigtl. fem. von [[πυριατός]], die erste Milch von einer Kuh, die eben gekalbt hat, od. von einem andern milchenden Hausthiere, welche ein beliebtes Gericht war (die Holländer nennen es Beestkoock); s. πῦος, mit dem es Ar. Vesp. 710 verbindet, wo vor Brunck [[πυαρίτη]] gelesen wurde; vgl. Eubul. bei Ath. XIV, 640 c; Luc. Lexiph. 3; bei Hesych. steht πυριατόν, τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος; vgl. Poll. 6, 54; nach 1, 248 = [[πυρίεφθον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] ἡ, eigtl. fem. von [[πυριατός]], die erste Milch von einer Kuh, die eben gekalbt hat, od. von einem andern milchenden Hausthiere, welche ein beliebtes Gericht war (die Holländer nennen es Beestkoock); s. πῦος, mit dem es Ar. Vesp. 710 verbindet, wo vor Brunck [[πυαρίτη]] gelesen wurde; vgl. Eubul. bei Ath. XIV, 640 c; Luc. Lexiph. 3; bei Hesych. steht πυριατόν, τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος; vgl. Poll. 6, 54; nach 1, 248 = [[πυρίεφθον]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῠριάτη''': [ᾱ], ἡ, (κατὰ [[Πολυδ]]. Α´, 248., Ϛ´, 54, καὶ Φώτ., [[ὅστις]] λέγει «[[πυριάτη]] θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως»)· τὸ καλούμενον [[πρωτόγαλα]], «[[μετὰ]] τὴν ἀποκύησιν [[εὐθέως]] ἀμελχθὲν τὸ [[γάλα]], καὶ πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ἐπ’ ὀλίγου [[ἄνευ]] πυτίας, [[αὐτίκα]] πήγνυται· οἱ δὲ παλαιοὶ τοῦτο ἐκάλουν πυριάτην, τινὲς δὲ [[πυρίεφθον]]» Ἀέτ. 2, 99· εὕρηται μόνον κατὰ δοτ.· - ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· πυῷ καὶ πυριάτῃ (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ πυαρίτῃ), Ἀριστοφ. Σφ. 710, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Ὀλβίᾳ» 1, Λουκ. Λεξιφ. 3, [[Πολυδ]]. Α´, 248, Φώτ.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυριατόν· τὸ ἐφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος». - Πρβλ. [[πυρίεφθον]], [[πῦαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ (Poll.1.248, 6.54, Phot., who says, πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως),
A beestings curdled by heating over embers, ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142; πυῷ καὶ πυριάτῃ Ar.V.710, cf. Eub.74.5, Luc.Lex.3, Gal. 6.694, Poll.1.248, Phot.; cf. πυριατόν.
German (Pape)
[Seite 822] ἡ, eigtl. fem. von πυριατός, die erste Milch von einer Kuh, die eben gekalbt hat, od. von einem andern milchenden Hausthiere, welche ein beliebtes Gericht war (die Holländer nennen es Beestkoock); s. πῦος, mit dem es Ar. Vesp. 710 verbindet, wo vor Brunck πυαρίτη gelesen wurde; vgl. Eubul. bei Ath. XIV, 640 c; Luc. Lexiph. 3; bei Hesych. steht πυριατόν, τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος; vgl. Poll. 6, 54; nach 1, 248 = πυρίεφθον.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριάτη: [ᾱ], ἡ, (κατὰ Πολυδ. Α´, 248., Ϛ´, 54, καὶ Φώτ., ὅστις λέγει «πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως»)· τὸ καλούμενον πρωτόγαλα, «μετὰ τὴν ἀποκύησιν εὐθέως ἀμελχθὲν τὸ γάλα, καὶ πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ἐπ’ ὀλίγου ἄνευ πυτίας, αὐτίκα πήγνυται· οἱ δὲ παλαιοὶ τοῦτο ἐκάλουν πυριάτην, τινὲς δὲ πυρίεφθον» Ἀέτ. 2, 99· εὕρηται μόνον κατὰ δοτ.· - ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· πυῷ καὶ πυριάτῃ (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ πυαρίτῃ), Ἀριστοφ. Σφ. 710, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Ὀλβίᾳ» 1, Λουκ. Λεξιφ. 3, Πολυδ. Α´, 248, Φώτ.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυριατόν· τὸ ἐφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος». - Πρβλ. πυρίεφθον, πῦαρ.