αἰζηός: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(4000) |
(6_6) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ai)zho/s | |Beta Code=ai)zho/s | ||
|Definition=lengthd. αἰζήϊος (q. v.), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in full bodily strength, vigorous</b>; in Hom. as Adj., ἀνέρι . . αἰζηῷ τε κρατερῷ τε <span class="bibl">Il.16.716</span>, cf. <span class="bibl">23.432</span>; of a <b class="b2">stout, lusty</b> slave, <b class="b3">τεσσερακονταέτης αἰ</b>. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>441</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>863</span>:— freq. as Subst., <span class="bibl">Il.2.660</span>, <span class="bibl">Od.12.440</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>70</span>, <span class="bibl">A.R.4.268</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 176</span>, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα <span class="bibl">Cratin.95</span>.</span> | |Definition=lengthd. αἰζήϊος (q. v.), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in full bodily strength, vigorous</b>; in Hom. as Adj., ἀνέρι . . αἰζηῷ τε κρατερῷ τε <span class="bibl">Il.16.716</span>, cf. <span class="bibl">23.432</span>; of a <b class="b2">stout, lusty</b> slave, <b class="b3">τεσσερακονταέτης αἰ</b>. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>441</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>863</span>:— freq. as Subst., <span class="bibl">Il.2.660</span>, <span class="bibl">Od.12.440</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>70</span>, <span class="bibl">A.R.4.268</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 176</span>, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα <span class="bibl">Cratin.95</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αἰζηός''': ἐκτεταμ. [[αἰζήϊος]], ὁ πλήρη ἔχων τὴν σωματικὴν ῥώμην, σφριγῶν, [[δραστήριος]], παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ βασιλέων καὶ πολεμιστῶν [[καθόλου]]· περὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἑκάβης, Ἰλ. Π. 716· περὶ ῥωμαλέου καὶ ὀργῶντος δούλου· τεσσαρακονταετὴς [[αἰζηός]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 439· πρβλ. Θ. 863: - ὡς οὐσιαστ., [[πολεμιστής]], Κρατῖνος ἐν «Λάκωσι», 1: - ἢ [[ἁπλῶς]] = [[ἀνήρ]], Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 268. Τὰ χωρία [[ταῦτα]] δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[συνήθης]] [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως = [[νέος]], [[νεανικός]], [[νεαρός]], [[εἶναι]] [[ἀκατάλληλος]], ἐκτὸς [[μέχρι]] τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπιτρεπομένου εἰς τὰς ἀντιστοίχους Λατ. juvenis, junior (συνεκδοχικῶς δηλ.), ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 3, 41 κἑξ. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λ. δὲν [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] βεβαία· ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 615). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:51, 5 August 2017
English (LSJ)
lengthd. αἰζήϊος (q. v.), ὁ,
A in full bodily strength, vigorous; in Hom. as Adj., ἀνέρι . . αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Il.16.716, cf. 23.432; of a stout, lusty slave, τεσσερακονταέτης αἰ. Hes.Op.441, cf. Th.863:— freq. as Subst., Il.2.660, Od.12.440, Call.Jov.70, A.R.4.268, Nic.Al. 176, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.95.
Greek (Liddell-Scott)
αἰζηός: ἐκτεταμ. αἰζήϊος, ὁ πλήρη ἔχων τὴν σωματικὴν ῥώμην, σφριγῶν, δραστήριος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ βασιλέων καὶ πολεμιστῶν καθόλου· περὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἑκάβης, Ἰλ. Π. 716· περὶ ῥωμαλέου καὶ ὀργῶντος δούλου· τεσσαρακονταετὴς αἰζηός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 439· πρβλ. Θ. 863: - ὡς οὐσιαστ., πολεμιστής, Κρατῖνος ἐν «Λάκωσι», 1: - ἢ ἁπλῶς = ἀνήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 268. Τὰ χωρία ταῦτα δεικνύουσιν ὅτι ἡ συνήθης ἑρμηνεία τῆς λέξεως = νέος, νεανικός, νεαρός, εἶναι ἀκατάλληλος, ἐκτὸς μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπιτρεπομένου εἰς τὰς ἀντιστοίχους Λατ. juvenis, junior (συνεκδοχικῶς δηλ.), ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 3, 41 κἑξ. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λ. δὲν εἶναι εἰσέτι βεβαία· ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 615).