τηνίκα: Difference between revisions
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] adv. (vgl. [[τῆνος]]), Demonstrat. zum Fragewort [[πηνίκα]], zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. <b class="b2">oft</b> u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch [[αὐτίκα]] = τὴν αὐτὴν ἴκα (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] adv. (vgl. [[τῆνος]]), Demonstrat. zum Fragewort [[πηνίκα]], zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. <b class="b2">oft</b> u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch [[αὐτίκα]] = τὴν αὐτὴν ἴκα (?). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ([[συχν]]. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Dor. τᾱνίκα, Adv.
A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα . . A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ. . . S.OC440. 2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.--The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.
German (Pape)
[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
Greek (Liddell-Scott)
τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).