κώπη: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
(13_7_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] ἡ (wahrscheinlich von κάπω, [[κάπτω]], capio), eigtl. ein <b class="b2">Griff, Handgriff, Stiel</b>, an dem man ein Werkzeug hält; bes. – a) der <b class="b2">Rudergriff</b>, wie man ἐμβαλέειν κώπῃς fassen kann, Od. 9, 489. 10, 129; Pind. P. 4, 201 (vgl. [[ἐμβάλλω]]); – das <b class="b2">Ruder</b> selbst; Od. 12, 214; πᾶς ἀνὴρ κώπης [[ἄναξ]] Aesch. Pers. 370; übertr., νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, von niederm Stande, Ag. 1601; [[οὔτε]] πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Soph. Trach. 558; oft bei Eur. u. Ar.; in Prosa, Thuc. 2, 84 u. 80. Vgl. noch [[ταῤῥός]]. – b) der <b class="b2">Schwertgriff</b>, das Degengefäß; ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il. 1, 219; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην Od. 11, 530, öfter; χεῖρα δεξιὰν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν Soph. Phil. 1239; [[φάσγανον]] κώπης λαβών Eur. Hec. 543; nach B. A. 1096 in dieser Bdtg eigtl. corcyräisch. – c) der <b class="b2">Griff</b> am <b class="b2">Schlüssel</b>, von Elfenbein Od. 21, 7. – d) allgemeiner; δαλοῦ [[κώπη]] Eur. Cycl. 482; – bei der Handmühle die<b class="b2"> Kurbel</b>, der Griff, mit dem sie gedreht wird, D. Sic. 3, 13; vgl. Schol. Theocr. 4, 58. – Der <b class="b2">Griff</b> an der <b class="b2">Peitsche</b>, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] ἡ (wahrscheinlich von κάπω, [[κάπτω]], capio), eigtl. ein <b class="b2">Griff, Handgriff, Stiel</b>, an dem man ein Werkzeug hält; bes. – a) der <b class="b2">Rudergriff</b>, wie man ἐμβαλέειν κώπῃς fassen kann, Od. 9, 489. 10, 129; Pind. P. 4, 201 (vgl. [[ἐμβάλλω]]); – das <b class="b2">Ruder</b> selbst; Od. 12, 214; πᾶς ἀνὴρ κώπης [[ἄναξ]] Aesch. Pers. 370; übertr., νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, von niederm Stande, Ag. 1601; [[οὔτε]] πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Soph. Trach. 558; oft bei Eur. u. Ar.; in Prosa, Thuc. 2, 84 u. 80. Vgl. noch [[ταῤῥός]]. – b) der <b class="b2">Schwertgriff</b>, das Degengefäß; ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il. 1, 219; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην Od. 11, 530, öfter; χεῖρα δεξιὰν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν Soph. Phil. 1239; [[φάσγανον]] κώπης λαβών Eur. Hec. 543; nach B. A. 1096 in dieser Bdtg eigtl. corcyräisch. – c) der <b class="b2">Griff</b> am <b class="b2">Schlüssel</b>, von Elfenbein Od. 21, 7. – d) allgemeiner; δαλοῦ [[κώπη]] Eur. Cycl. 482; – bei der Handmühle die<b class="b2"> Kurbel</b>, der Griff, mit dem sie gedreht wird, D. Sic. 3, 13; vgl. Schol. Theocr. 4, 58. – Der <b class="b2">Griff</b> an der <b class="b2">Peitsche</b>, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''κώπη''': ἡ, πᾶν [[εἶδος]] λαβῆς (ἴδε ἐν τέλ.)· ἰδίως, 1) ἡ λαβὴ κώπης, καὶ [[καθόλου]] αὐτὴ ἡ [[κώπη]] (τὸ «κουπί»), ἐμβαλέειν κώπῃς Ὀδ. Ι. 489., Κ. 129 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· κώπῃσιν ἅλα τύπτειν Ὀδ. Μ. 214· ἀκολούθως ἐν Πινδ. Π. 10. 79, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = [[θαλαμίτης]], μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταπεινῆς κοινωνικῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1818· πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Σοφ. Τρ. 561· παραπέμπειν ἐφ’ [[ἕνδεκα]] κώπαις, παροιμ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς σημαίνουσα, [[συνοδεύω]] μὲ πάσας τὰς τιμάς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546, πρβλ. Εὐστ. 1540, Σουΐδ. ἐν λ. ἐφ’ [[ἕνδεκα]], καὶ ἴδε [[ἐμβάλλω]] ΙΙ. 3, [[ἀναφέρω]] ΙΙ. 1· ἐν κώπαισι [[πλεῖν]], [[καταφεύγω]] εἰς τὰς κώπας [[ὁπόταν]] ὁ [[ἄνεμος]] καταπέσῃ, Μένανδ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10, 6. ― ποιητ. πρὸς δήλωσιν τῶν πλοίων, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ, ἐπὶ τοῦ στόλου τοῦ Ἀγαμέμνονος, Εὐρ. Ι. Τ. 140, πρβλ. Ἠλ. 1272, 1452. 2) ἡ λαβὴ ξίφους, Λατ. manubrium, capulus, ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Ἰλ. Α. 219, πρβλ. Ὀδ. Θ. 403· ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην Λ. 531· κώπης ἐπιψαύειν Σοφ. Φ. 1255· [[φάσγανον]] κώπης λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 543. 3) ἡ λαβὴ κλειδός, [[κώπη]] δ’ ἐλέφαντος [[ἐπῆεν]] Ὀδ. Φ. 7. 4) ἡ λαβὴ λαμπάδος ἢ πυρσοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 484. 5) τὸ [[ξύλον]] τὸ ἐφηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω «μυλόπετραν», ἣν στρέφει ὁ [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]] προσδενόμενος εἰς τὸ [[ξύλον]], Λουκ. Ὄν. 42· αὐτὸς ὁ [[μύλος]], Διόδ. 3. 13. 6) ἡ λαβὴ μάστιγος Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Λατ. cap-io, cap-ax, cap-ulus· Γοτθ. haf-jan (αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξον. hœf-t (haft), κτλ.).
}}
}}

Revision as of 10:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώπη Medium diacritics: κώπη Low diacritics: κώπη Capitals: ΚΩΠΗ
Transliteration A: kṓpē Transliteration B: kōpē Transliteration C: kopi Beta Code: kw/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A handle (v. fin.); esp.    1 handle of an oar, Hsch.: hence, the oar itself (not in Il.), ἐμβαλέειν κώπῃς Od.9.489; κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα . . τύπτετε 12.214, cf. Sapph.120, etc.; οἱ τὰς κ. ξύοντες Thphr. HP5.1.6, cf. κωποξύστης; κώπαν σχάσον, metaph., 'stay thy hand', Pi.P.10.51; νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, metaph., of a man of low rank, A.Ag.1618; πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων S.Tr.561; παραπέμπειν ἐφ' ἕνδεκα κώπαις, a prov. of dub. origin, meaning 'to escort with all the honours', Ar.Eq.546, cf. Eust.1540.44, Suid. s.v. ἐφ' ἕνδεκα; κώπαισι πλεῖν take to the oars, when the wind fails, Men. 241; κώπαις ποιεῖσθαι τὸν πλοῦν Arist.IA710a19: poet., to express ships, κλεινᾷ σὺν κώπᾳ, of Agamemnon's fleet, E.IT140 (lyr.), cf. Hel.1272, 1452 (lyr.).    2 handle of a sword, hilt, ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il.1.219, cf. Od.8.403; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην 11.531; χεῖρα κώπης ἐπιψαύουσαν S.Ph.1255; φάσγανον κώπης λαβών E.Hec. 543.    3 handle of a key, κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν Od.21.7.    4 haft of a torch, E.Cyc.484 (anap.).    5 handle or spoke by which a mill is turned, PSI5.530.10 (iii B.C.), Agatharch.26, PRyl.167.11 (i A.D.), Luc.Asin.42.    6 haft of a whip, Hsch.s.v. Κερκυραία μάστιξ.    7 pl., spars or bars used in building-operations, IG12.313.135. (Cf.Lat. cap-io, Engl.haft, etc.)

German (Pape)

[Seite 1546] ἡ (wahrscheinlich von κάπω, κάπτω, capio), eigtl. ein Griff, Handgriff, Stiel, an dem man ein Werkzeug hält; bes. – a) der Rudergriff, wie man ἐμβαλέειν κώπῃς fassen kann, Od. 9, 489. 10, 129; Pind. P. 4, 201 (vgl. ἐμβάλλω); – das Ruder selbst; Od. 12, 214; πᾶς ἀνὴρ κώπης ἄναξ Aesch. Pers. 370; übertr., νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, von niederm Stande, Ag. 1601; οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Soph. Trach. 558; oft bei Eur. u. Ar.; in Prosa, Thuc. 2, 84 u. 80. Vgl. noch ταῤῥός. – b) der Schwertgriff, das Degengefäß; ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il. 1, 219; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην Od. 11, 530, öfter; χεῖρα δεξιὰν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν Soph. Phil. 1239; φάσγανον κώπης λαβών Eur. Hec. 543; nach B. A. 1096 in dieser Bdtg eigtl. corcyräisch. – c) der Griff am Schlüssel, von Elfenbein Od. 21, 7. – d) allgemeiner; δαλοῦ κώπη Eur. Cycl. 482; – bei der Handmühle die Kurbel, der Griff, mit dem sie gedreht wird, D. Sic. 3, 13; vgl. Schol. Theocr. 4, 58. – Der Griff an der Peitsche, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κώπη: ἡ, πᾶν εἶδος λαβῆς (ἴδε ἐν τέλ.)· ἰδίως, 1) ἡ λαβὴ κώπης, καὶ καθόλου αὐτὴ ἡ κώπη (τὸ «κουπί»), ἐμβαλέειν κώπῃς Ὀδ. Ι. 489., Κ. 129 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.)· κώπῃσιν ἅλα τύπτειν Ὀδ. Μ. 214· ἀκολούθως ἐν Πινδ. Π. 10. 79, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταπεινῆς κοινωνικῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1818· πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Σοφ. Τρ. 561· παραπέμπειν ἐφ’ ἕνδεκα κώπαις, παροιμ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς σημαίνουσα, συνοδεύω μὲ πάσας τὰς τιμάς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546, πρβλ. Εὐστ. 1540, Σουΐδ. ἐν λ. ἐφ’ ἕνδεκα, καὶ ἴδε ἐμβάλλω ΙΙ. 3, ἀναφέρω ΙΙ. 1· ἐν κώπαισι πλεῖν, καταφεύγω εἰς τὰς κώπας ὁπότανἄνεμος καταπέσῃ, Μένανδ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10, 6. ― ποιητ. πρὸς δήλωσιν τῶν πλοίων, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ, ἐπὶ τοῦ στόλου τοῦ Ἀγαμέμνονος, Εὐρ. Ι. Τ. 140, πρβλ. Ἠλ. 1272, 1452. 2) ἡ λαβὴ ξίφους, Λατ. manubrium, capulus, ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Ἰλ. Α. 219, πρβλ. Ὀδ. Θ. 403· ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην Λ. 531· κώπης ἐπιψαύειν Σοφ. Φ. 1255· φάσγανον κώπης λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 543. 3) ἡ λαβὴ κλειδός, κώπη δ’ ἐλέφαντος ἐπῆεν Ὀδ. Φ. 7. 4) ἡ λαβὴ λαμπάδος ἢ πυρσοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 484. 5) τὸ ξύλον τὸ ἐφηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω «μυλόπετραν», ἣν στρέφει ὁ ἵπποςὄνος προσδενόμενος εἰς τὸ ξύλον, Λουκ. Ὄν. 42· αὐτὸς ὁ μύλος, Διόδ. 3. 13. 6) ἡ λαβὴ μάστιγος Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Λατ. cap-io, cap-ax, cap-ulus· Γοτθ. haf-jan (αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξον. hœf-t (haft), κτλ.).