ἐκτενής: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(13_6a)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben [[δαψιλής]], dem [[φειδωλός]] entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς , angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; [[νοσηλεύω]] Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben [[δαψιλής]], dem [[φειδωλός]] entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς , angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; [[νοσηλεύω]] Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκτενής''': -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, [[φιλικός]], [[φιλόφρων]], Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, [[διηνεκής]], [[ἀκατάπαυστος]] καὶ [[ἔνθερμος]], προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως [[μετὰ]] ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. [[ὡσαύτως]], προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· [[λέξις]] μεταγεν., [[ὥστε]] τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 [[εἶναι]] [[λίαν]] ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτενής Medium diacritics: ἐκτενής Low diacritics: εκτενής Capitals: ΕΚΤΕΝΗΣ
Transliteration A: ektenḗs Transliteration B: ektenēs Transliteration C: ektenis Beta Code: e)ktenh/s

English (LSJ)

ές,

   A strained: hence of persons, warmly attached, friendly, Plb.21.22.4 (Sup.), cf. D.S.34.2.39, Socr. ap. Stob.4.31.130 ; assiduous, περί τινα Supp.Epigr.2.277.5 (Delph., ii B.C.): Comp. -έστερος τῇ προθυμίᾳ IGRom.4.293aii 38 (Pergam., ii B.C.): Sup. -εστάτη προθυμία Chrysipp.Stoic.2.293, cf. Vit.Philonid.p.9C.; πρόνοια UPZ110.46(ii B. C.).    2 extended, Dam.Pr.64; capable of extension, ἐ. ἐστι τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.in Phdr.p.121A.    3 abundant, γάλα Sor.1.94.    II Adv. -νῶς (Elean ἐκτενέωρ GDI 1172.12 ; Cret. ἐκτενίως ib.5138.13 ; Ion. -έως Ps.-Hdt.Vit.Hom.7) earnestly, zealously, ἀγαπᾶσθαι Machoap.Ath.13.579e; ποιεῖν τι Arist. MM1210a27 ; συναγωνίζεσθαι IG22.945, cf. SIG538.17 (Delph., iii B. C.); εὐχὴ ἐ. γινομένη Act.Ap.12.5 : Comp. -έστερον Cic.Att.13.9.1 : Sup.-έστατα D.S.29.4.    2 in Adv. also, eagerly, freely, splendidly (condemned by Phryn.285), προσδέξασθαί τινα Plb.8.19.1, cf. D.S. 2.24, etc.; of public duties, λαμπρῶς καὶ ἐ. τετελεκότα CIG2771ii14 (Aphrodisias): Comp., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Agatharch. Fr.Hist.6J.—Not in early writers, corrupt in A.Supp.983.

German (Pape)

[Seite 780] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben δαψιλής, dem φειδωλός entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς , angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; νοσηλεύω Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτενής: -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, φιλικός, φιλόφρων, Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, διηνεκής, ἀκατάπαυστος καὶ ἔνθερμος, προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. ὡσαύτως, προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· λέξις μεταγεν., ὥστε τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 εἶναι λίαν ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς.