πλησμονή: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13_5)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] ἡ, Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz [[ἔνδεια]], Rep. IX, 571 e, [[κένωσις]], Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] ἡ, Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz [[ἔνδεια]], Rep. IX, 571 e, [[κένωσις]], Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
}}
{{ls
|lstext='''πλησμονή''': ἡ, ([[πίμπλημι]]) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς [[πλήρωσις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], [[κένωσις]], Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· [[μάλιστα]] ἐπὶ τροφῆς, [[ἔμπλησις]], [[χορτασμός]], [[κόρος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244· [[οὔτε]] πλ. [[οὔτε]] [[μέθη]] Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι [[Κύπρις]], ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― [[μετὰ]] γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· [[τιμῆς]] τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. [[ἀφθονία]], [[πλῆθος]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησμονή Medium diacritics: πλησμονή Low diacritics: πλησμονή Capitals: ΠΛΗΣΜΟΝΗ
Transliteration A: plēsmonḗ Transliteration B: plēsmonē Transliteration C: plismoni Beta Code: plhsmonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R.571e, Smp.186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4; οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40, cf. Phld.Mus.p.62K.; ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr.895; ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl.189, cf. Isoc.1.20; π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62; τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R.586d, etc.; also π. περί τι Id.Lg.837c; π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33.    II abundance, LXXPr.3.10, Gp.1.10.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.

Greek (Liddell-Scott)

πλησμονή: ἡ, (πίμπλημι) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς πλήρωσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, κένωσις, Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· μάλιστα ἐπὶ τροφῆς, ἔμπλησις, χορτασμός, κόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244· οὔτε πλ. οὔτε μέθη Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· τιμῆς τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. ἀφθονία, πλῆθος, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.