Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξέργω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ion. = [[ἐξείργω]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ion. = [[ἐξείργω]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξέργω''': Ἀττ. [[ἐξείργω]], [[ἀποκλείω]] τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. [[θύραζε]], ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) [[κωλύω]], χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι [[λόγος]] Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει [[νόμος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν [[μνημονεύω]], [[διότι]] δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης [[ὑπόχρεως]] νὰ πράξω τοῦτο [[χάριν]] τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· [[μετὰ]] ἀπαρ., [[ἐνταῦθα]] ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην [[ἀποδέξασθαι]], [[ἐνταῦθα]] κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., [[αὐτόθι]] 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70.
}}
}}

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέργω Medium diacritics: ἐξέργω Low diacritics: εξέργω Capitals: ΕΞΕΡΓΩ
Transliteration A: exérgō Transliteration B: exergō Transliteration C: eksergo Beta Code: e)ce/rgw

English (LSJ)

Att. ἐξείργω, fut.

   A -είρξω Ar.Ach.825:—shut out from a place, debar, ἐξέργειν τινά Hdt.3.51, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg.936c; ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16; ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach.825, cf. D.18.169:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13; ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23.    2 prevent, preclude, καιρὸν ἐ. λόγος S.El.1292; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr.176; ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat.13a31: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15.    3 constrain, compel, τινὰ πληγαῖς Pl.Lg.935c:—Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib.139; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111; νόμῳ Th.3.70.

German (Pape)

[Seite 877] ion. = ἐξείργω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέργω: Ἀττ. ἐξείργω, ἀποκλείω τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. Ἡρακλ. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. θύραζε, ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) κωλύω, χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) βιάζω, ἀναγκάζω, τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν μνημονεύω, διότι δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης ὑπόχρεως νὰ πράξω τοῦτο χάριν τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· μετὰ ἀπαρ., ἐνταῦθα ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην ἀποδέξασθαι, ἐνταῦθα κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., αὐτόθι 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70.