μολύβδαινα: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] ἡ, die Bleimasse, welche an die Angel befestigt wird, um sie tiefer in's Wasser hinein zu senken; μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὤρουσεν, Il. 24, 80; Bleikugeln zum Werfen, μολυβδαίνας χερμαδίους [[ἀράγδην]] ἔχων, Luc. Lexiph. 5, vgl. Alex. 25. – Bei Ath. V, 207 c, διὰ κεραμίδων (ἢ) μολυβδαινῶν (v. l. μολυβδινῶν), bleierne Gefäße. – Bei Diosc. u. Plin. H. N. 34 extr. ein künstliches, metallisches Product, Bleiglätte, Bleigelb. – Auch ein Kraut, Bleiwurz, plumbago, hieß so. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] ἡ, die Bleimasse, welche an die Angel befestigt wird, um sie tiefer in's Wasser hinein zu senken; μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὤρουσεν, Il. 24, 80; Bleikugeln zum Werfen, μολυβδαίνας χερμαδίους [[ἀράγδην]] ἔχων, Luc. Lexiph. 5, vgl. Alex. 25. – Bei Ath. V, 207 c, διὰ κεραμίδων (ἢ) μολυβδαινῶν (v. l. μολυβδινῶν), bleierne Gefäße. – Bei Diosc. u. Plin. H. N. 34 extr. ein künstliches, metallisches Product, Bleiglätte, Bleigelb. – Auch ein Kraut, Bleiwurz, plumbago, hieß so. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μολύβδαινα''': Ἐπικ. -αίνη, ἡ, ὡς τὸ [[μολυβδίς]], [[τεμάχιον]] μολύβδου, χρησιμεῦον [[ὅπως]] ἡ ἁλιευτικὴ ὁρμιὰ βυθίζηται ἐν τῇ θαλάσσῃ [[μετὰ]] τοῦ ἀγκίστρου, Ἰλ. Ω. 80· πρβλ. [[μόλιβος]]. 2) [[σφαῖρα]], [[βλῆμα]] ἐκ μολύβδου, μ. χερμαδία Λουκ. Λεξιφ. 5, πρβλ. Ἀλέξ. 25. 3) ὁ [[μόλυβδος]], ὁ κατὰ τὸ [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου τοῦ κτίστου, [[στάθμη]], [[Πολυδ]]. Η´, 125., Ι´, 147. II. μεταλλική τις [[οὐσία]], πιθ. θειϊκὸς [[μόλυβδος]], Λατ. galena, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 2. 5, πρβλ. Διοσκ. 5. 100, Πλίν. 34. 53· - τὸ τῶν νεωτέρων molybdenum [[εἶναι]] διάφορον [[μέταλλον]]. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι, plumbago Europaea, ὁ αὐτ. 25. 97. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A piece of lead, used as the sink of a fishing-line, Il.24.80. 2 bullet, μ. χερμαδία Luc.Lex.5. 3 plumb in a mason's line, Poll.7.125, 10.147. II a metallic substance, prob. sulphuret of lead, galena, Hp.Mul.2.188, Arist.GA735b16, Dsc.5.85, Plin.HN34.173. III a plant, Plumbago europaea, ib. 25.155.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, die Bleimasse, welche an die Angel befestigt wird, um sie tiefer in's Wasser hinein zu senken; μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὤρουσεν, Il. 24, 80; Bleikugeln zum Werfen, μολυβδαίνας χερμαδίους ἀράγδην ἔχων, Luc. Lexiph. 5, vgl. Alex. 25. – Bei Ath. V, 207 c, διὰ κεραμίδων (ἢ) μολυβδαινῶν (v. l. μολυβδινῶν), bleierne Gefäße. – Bei Diosc. u. Plin. H. N. 34 extr. ein künstliches, metallisches Product, Bleiglätte, Bleigelb. – Auch ein Kraut, Bleiwurz, plumbago, hieß so.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδαινα: Ἐπικ. -αίνη, ἡ, ὡς τὸ μολυβδίς, τεμάχιον μολύβδου, χρησιμεῦον ὅπως ἡ ἁλιευτικὴ ὁρμιὰ βυθίζηται ἐν τῇ θαλάσσῃ μετὰ τοῦ ἀγκίστρου, Ἰλ. Ω. 80· πρβλ. μόλιβος. 2) σφαῖρα, βλῆμα ἐκ μολύβδου, μ. χερμαδία Λουκ. Λεξιφ. 5, πρβλ. Ἀλέξ. 25. 3) ὁ μόλυβδος, ὁ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ σχοινίου τοῦ κτίστου, στάθμη, Πολυδ. Η´, 125., Ι´, 147. II. μεταλλική τις οὐσία, πιθ. θειϊκὸς μόλυβδος, Λατ. galena, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 2. 5, πρβλ. Διοσκ. 5. 100, Πλίν. 34. 53· - τὸ τῶν νεωτέρων molybdenum εἶναι διάφορον μέταλλον. ΙΙΙ. φυτόν τι, plumbago Europaea, ὁ αὐτ. 25. 97.