ἰοχέαιρα: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1257.png Seite 1257]] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; [[φαρέτρα]] Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1257.png Seite 1257]] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; [[φαρέτρα]] Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰοχέαιρα''': ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. [[φαρέτρα]] Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ [[Κολοφώνιος]] ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]] (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον [[μέρος]] τῆς λέξεως [[εἶναι]]: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, [[οὐχί]], ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ [[χαίρω]]). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ [[ὅμως]] ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰοχέαιρα]]· [[τοξοφόρος]]. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἰός A)
A arrow-pourer, shooter of arrows, epith. of Artemis, Il.5.53, etc.; ἰ. παρθένος Pi.P.2.9: as Subst., Ἰοχέαιρα Il.21.480, Od. 11.198, Schwyzer 758 (vi B.C.), IG14.1389i53; later ἰ. φαρέτρα AP 6.9 (Mnasalc.). II (ἰός B) poison-shedding, of serpents, Nic.Fr. 33. (-χέϝαιρα from χέω, not as expld. by Apollon.Lex. etc. from χαίρω.) [ῑ as in ἰός: yet ῐ in Pi.l.c.]
German (Pape)
[Seite 1257] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; φαρέτρα Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοχέαιρα: ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. φαρέτρα Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ ζῷον (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον μέρος τῆς λέξεως εἶναι: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, οὐχί, ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ χαίρω). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοχέαιρα· τοξοφόρος. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».