φιμός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(13_6b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] ὁ, mit dem heterogenen plur. τὰ φιμά, Alles, womit etwas fest-, zusammengebunden wird, – a) ein Maulkorb, den man bißigen Thieren anlegt, od. solchen, die Nichts abfressen, nicht mehr saugen sollen (vgl. [[κημός]], [[πύσσαχος]]); φιμὰ περὶ στόματα Anyte 1 (VI, 312); φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc. vit. auct. 22. – b) ein Stück am Pferdezaume, das über die Nase geht u. diese einklemmt; Aesch. Spt. 445; πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας frg. 341. – c) eine Art Becher, in welchem die Würfel geschüttelt und aus dem sie herausgeworfen werden, κυβευτικὸν [[ὄργανον]], Aesch. 1, 59. – d) auch = [[φίμωσις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] ὁ, mit dem heterogenen plur. τὰ φιμά, Alles, womit etwas fest-, zusammengebunden wird, – a) ein Maulkorb, den man bißigen Thieren anlegt, od. solchen, die Nichts abfressen, nicht mehr saugen sollen (vgl. [[κημός]], [[πύσσαχος]]); φιμὰ περὶ στόματα Anyte 1 (VI, 312); φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc. vit. auct. 22. – b) ein Stück am Pferdezaume, das über die Nase geht u. diese einklemmt; Aesch. Spt. 445; πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας frg. 341. – c) eine Art Becher, in welchem die Würfel geschüttelt und aus dem sie herausgeworfen werden, κυβευτικὸν [[ὄργανον]], Aesch. 1, 59. – d) auch = [[φίμωσις]].
}}
{{ls
|lstext='''φῑμός''': ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ κλείεται τὸ [[στόμα]]: Ι. ὡς τὸ [[κημός]], [[φίμωτρον]], δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ ἵππου, [[ὅπερ]] (ὡς φαίνεται) εἶχεν [[ἐνίοτε]] καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]], ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Πλανούδ.]
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῑμός Medium diacritics: φιμός Low diacritics: φιμός Capitals: ΦΙΜΟΣ
Transliteration A: phimós Transliteration B: phimos Transliteration C: fimos Beta Code: fimo/s

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl.

   A φῑμά AP6.312 (Anyte):—any instrument for keeping the mouth closed:    I muzzle, for dogs, calves, etc., φιμὸν περιτιθέναι τινί Luc.Vit.Auct.22, cf. APl. c., LXX Si.20.29.    2 gag: hence, silencing by a spell, Tab.Defix.Aud.25.13 (Curium, iii A. D.).    II nose-band of a horse's bridle, fitted with pipes, φ. δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον A.Th.463; πώλους . . φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Id.Fr.326; ἐμβαλῶ φ. εἰς τὴν ῥῖνά σου LXX Is.37.29.    III a kind of cup, used as a dice-box, Aeschin.1.59, Diph. 76, cf. Poll.7.203, 10.150.    IV tightening, constriction by means of ropes, Apollod Poliorc.161.1.    V = φίμωσις 11.2, φ. τοὺς ἐν αἰδοίοις χαλᾷ Dsc.4.91, cf. Androm. ap. Gal.13.311; imperforation of the anus, Heliod. ap. Orib.44.20.72. (Connected with σφίγγω, σφιγμός by EM795.21.)

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, mit dem heterogenen plur. τὰ φιμά, Alles, womit etwas fest-, zusammengebunden wird, – a) ein Maulkorb, den man bißigen Thieren anlegt, od. solchen, die Nichts abfressen, nicht mehr saugen sollen (vgl. κημός, πύσσαχος); φιμὰ περὶ στόματα Anyte 1 (VI, 312); φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc. vit. auct. 22. – b) ein Stück am Pferdezaume, das über die Nase geht u. diese einklemmt; Aesch. Spt. 445; πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας frg. 341. – c) eine Art Becher, in welchem die Würfel geschüttelt und aus dem sie herausgeworfen werden, κυβευτικὸν ὄργανον, Aesch. 1, 59. – d) auch = φίμωσις.

Greek (Liddell-Scott)

φῑμός: ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν ἐργαλεῖον δι’ οὗ κλείεται τὸ στόμα: Ι. ὡς τὸ κημός, φίμωτρον, δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον μέρος τοῦ χαλινοῦ ἵππου, ὅπερ (ὡς φαίνεται) εἶχεν ἐνίοτε καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. εἶδος ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. σφίγγω, σφιγμός, ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον Πλανούδ.]