λίστρον: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τό, 1) Werkzeug zum Aufgraben u. Ebenen des Erdreichs, Schurfeifen, λίστροισιν [[δάπεδον]] [[πύκα]] ποιητοῖο δόμοιο ξῦον, Od. 22, 455; Spaten, Mosch. 4, 101; Lycophr. 1348. – Auch ὁ λίστρος, Schol. Nic. Th. 29 u. E. M 587, 43. – 2) Löffel, Poll. 10, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τό, 1) Werkzeug zum Aufgraben u. Ebenen des Erdreichs, Schurfeifen, λίστροισιν [[δάπεδον]] [[πύκα]] ποιητοῖο δόμοιο ξῦον, Od. 22, 455; Spaten, Mosch. 4, 101; Lycophr. 1348. – Auch ὁ λίστρος, Schol. Nic. Th. 29 u. E. M 587, 43. – 2) Löffel, Poll. 10, 98.
}}
{{ls
|lstext='''λίστρον''': τό, (ἴδε λίς, ἡ) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξομάλυνσιν ἢ ἐπιπέδωσιν, [[σκαπάνη]], [[εἶδος]] πτύου σιδηροῦ, Ὀδ. Χ. 455, Μόσχ. 4. 101, Λυκόφρ. 1348· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] λίστρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 29, Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 43· ― ὑποκορ. λιστρίον (γράφεται καὶ λίστριον), τό, = [[κοχλιάριον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 639, Ἡσύχ. Α. Β. 51, 9, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 89. ― Ἐντεῦθεν λιστρεύω, [[κυρίως]] [[περισκάπτω]], φυτὸν λ., [[σκάπτω]] [[περί]] τι [[φυτόν]], Ὀδ. Ω. 227· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]] λιστραίνω· παρ’ Εὐστ. 1229. 26, λιστρόω· [[ὁπόθεν]] ῥηματ. ἐπίθετ. λιστρωτός, Νικ. Θηρ. 29.
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίστρον Medium diacritics: λίστρον Low diacritics: λίστρον Capitals: ΛΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: lístron Transliteration B: listron Transliteration C: listron Beta Code: li/stron

English (LSJ)

τό,

   A tool for levelling or smoothing, spade, shovel, Od.22.455, Lyc. 1348, Mosch.4.101:—later also λίστρ-ος, ὁ, Sch.Nic.Th.29, EM587.43.

German (Pape)

[Seite 53] τό, 1) Werkzeug zum Aufgraben u. Ebenen des Erdreichs, Schurfeifen, λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον, Od. 22, 455; Spaten, Mosch. 4, 101; Lycophr. 1348. – Auch ὁ λίστρος, Schol. Nic. Th. 29 u. E. M 587, 43. – 2) Löffel, Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

λίστρον: τό, (ἴδε λίς, ἡ) ἐργαλεῖον πρὸς ἐξομάλυνσιν ἢ ἐπιπέδωσιν, σκαπάνη, εἶδος πτύου σιδηροῦ, Ὀδ. Χ. 455, Μόσχ. 4. 101, Λυκόφρ. 1348· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως λίστρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 29, Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 43· ― ὑποκορ. λιστρίον (γράφεται καὶ λίστριον), τό, = κοχλιάριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 639, Ἡσύχ. Α. Β. 51, 9, Πολυδ. ϛ΄, 89. ― Ἐντεῦθεν λιστρεύω, κυρίως περισκάπτω, φυτὸν λ., σκάπτω περί τι φυτόν, Ὀδ. Ω. 227· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. ὡσαύτως λιστραίνω· παρ’ Εὐστ. 1229. 26, λιστρόω· ὁπόθεν ῥηματ. ἐπίθετ. λιστρωτός, Νικ. Θηρ. 29.