πυός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡός''': ὁ, τὸ πρῶτον [[γάλα]] [[μετὰ]] τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, [[εἴτε]] γυναικῶν [[εἴτε]] ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται [[πρωτόγαλα]] ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων [[μεγάλως]] ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. [[πῦαρ]], [[πυετία]], [[πυτία]], [[πυριάτη]]. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ [[οὔτε]] ὁ τονισμὸς [[πύος]] [[εἶναι]] δυνατὸς [[ἐπειδὴ]] τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].
|lstext='''πῡός''': ὁ, τὸ πρῶτον [[γάλα]] [[μετὰ]] τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, [[εἴτε]] γυναικῶν [[εἴτε]] ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται [[πρωτόγαλα]] ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων [[μεγάλως]] ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. [[πῦαρ]], [[πυετία]], [[πυτία]], [[πυριάτη]]. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ [[οὔτε]] ὁ τονισμὸς [[πύος]] [[εἶναι]] δυνατὸς [[ἐπειδὴ]] τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πῦος]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡός Medium diacritics: πυός Low diacritics: πυός Capitals: ΠΥΟΣ
Transliteration A: pyós Transliteration B: pyos Transliteration C: pyos Beta Code: puo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.

Greek (Liddell-Scott)

πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. πῦος.