ἐνσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῑπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.
|lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῑπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.
}}
{{bailly
|btext=équiper, préparer, disposer : ἱματίῳ τινά PLUT revêtir qqn d’un habit;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνσκευάζομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’équiper;<br /><b>2</b> s’armer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> équiper, revêtir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[σκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσκευάζω Medium diacritics: ἐνσκευάζω Low diacritics: ενσκευάζω Capitals: ΕΝΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: enskeuázō Transliteration B: enskeuazō Transliteration C: enskevazo Beta Code: e)nskeua/zw

English (LSJ)

   A get ready, prepare, δεῖπνον Ar.Ach.1096; harness, ἵππους Polyaen.7.21.6:—Med., contrive, διαβολάς J.BJ1.3.2.    2 dress in, ἱματίῳ τινά Plu.Lyc.15, cf. Luc.Nec.8; ὁτιή σε . . Ἡρακλέα νεσκεύασα dressed you up as Hercules, prob.l.in Ar.Ra.523:—Med., dress oneself up, Id.Ach.384, Pl.Cri.53d; δουλικῶς Phryn.Com.2 D.; arm oneself, X.Cyr.8.5.11; ἱππεῖς -σάμενοι τοὺς ἵππους having put trappings on their horses, Jul.Or.2.76d:—but Med. just like Act., Luc.Asin.37:—Pass., to be equipped, ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτως Hdt.9.22; ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐ. Plu.Oth.6; εἰς εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ, τοῦ ἡλίου, Porph.ap Eus.PE3.12: metaph., σωφροσύνην ἐνεσκευασμένος Ph.1.682.

German (Pape)

[Seite 852] zurecht machen, anrichten; δεῖπνον Ar. Ach. 1096; τοὺς ἵππους, anschirren, Polyaen. 7, 21, 6; ἱματίῳ τινά, mit einem Gewande versehen, bekleiden, Plut. Lyc. 15, wie τῷ πίλῳ, τῇ λεοντῇ, τῇ λύρᾳ, Luc. Necyom. 8. – Med., sich ausrüsten, bes. anziehen, ankleiden, Ar. Ach. 383. 436 Plat. Crit. 53 d; von kriegerischer Rüstung, sich waffnen, Xen. Cyr. 8, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, δεῑπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) ἐνδύωστολίζω, τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· ὁτιή σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα (οὕτως ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., ἐνδύω ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ οἷον ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, διότι ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» οὕτως, Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.

French (Bailly abrégé)

équiper, préparer, disposer : ἱματίῳ τινά PLUT revêtir qqn d’un habit;
Moy. ἐνσκευάζομαι;
I. intr. 1 s’équiper;
2 s’armer;
II. tr. équiper, revêtir.
Étymologie: ἐν, σκευάζω.