προκαλύπτω: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρεμῶ]] ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]] Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου ὡς [[κάλυμμα]], πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι [[ἔμπροσθεν]] τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ [[σῶμα]] προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς [[προκάλυμμα]], Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]], ἥλιον [[νεφέλη]] πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45. | |lstext='''προκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρεμῶ]] ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]] Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου ὡς [[κάλυμμα]], πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι [[ἔμπροσθεν]] τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ [[σῶμα]] προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς [[προκάλυμμα]], Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]], ἥλιον [[νεφέλη]] πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> προεκάλυπτον, <i>f.</i> προκαλύψω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> tendre devant pour cacher : πέπλων ὑφάς EUR tendre son manteau pour protéger (son ami);<br /><b>2</b> cacher en s’interposant : ἥλιον XÉN cacher le soleil;<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαλύπτομαι cacher sur soi <i>ou</i> pour soi : ὄμματα EUR se cacher les yeux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
A hang before or put over as a covering, παραπετάσματα Aen.Tact.32.9:—Med., put over oneself as a screen or cloak, πέπλων . . προὐκαλύπτετ' εὐπήνους ὑφάς (nisi leg. προὐκάλυπτεν) E.IT 312; οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος putting no veil over one's face, Id.Ph.1485 (lyr.): metaph., π. ποίησιν Pl.Prt.316d; π. δόξαν μετριότητος Chio Ep.15.1:—pf. Med., πρὸ τῆς ψυχῆς . . ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι having it put as a screen, Pl.Grg.523d. II cover over, ἥλιον νεφέλη π. X.An.3.4.8 (ἥλιος νεφέλην π. codd.):—Med., προὐκαλύψατ' ὄμματα veiled her eyes, E.Med.1147:—Pass., to be covered, X.Cyr.5.4.45.
German (Pape)
[Seite 727] vorhängen, davorhalten, um Etwas zu bedecken, zu beschützen, sich zu verhüllen, πέπλων προὐκάλυπτεν ὑφαῖς, Eur. I. T. 312, Phoen. 1493; πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφθαλμους καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, Plat. Gorg. 523 d; ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα ήφάνισε, Xen. An. 3, 4, 8, Sp. – Med. sich umhüllen, bes. zum Deckmantel nehmen, πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι τὴν ποίησιν, Plat. Prot. 316 d; δόξαν μετριότητος, sich hinter der Miene der Mäßigung verstecken, Chion. epist. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, κρεμῶ ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς κάλυμμα, παραπέτασμα Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω ἐπάνω μου ὡς κάλυμμα, πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι ἔμπροσθεν τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς προκάλυμμα, Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. καλύπτω, περικαλύπτω, ἥλιον νεφέλη πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45.
French (Bailly abrégé)
impf. προεκάλυπτον, f. προκαλύψω, etc.
1 tendre devant pour cacher : πέπλων ὑφάς EUR tendre son manteau pour protéger (son ami);
2 cacher en s’interposant : ἥλιον XÉN cacher le soleil;
Moy. προκαλύπτομαι cacher sur soi ou pour soi : ὄμματα EUR se cacher les yeux.
Étymologie: πρό, καλύπτω.