ἴνδαλμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴνδαλμα''': τό, [[μορφή]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
|lstext='''ἴνδαλμα''': τό, [[μορφή]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />image, forme, apparence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰνδάλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴνδαλμα Medium diacritics: ἴνδαλμα Low diacritics: ίνδαλμα Capitals: ΙΝΔΑΛΜΑ
Transliteration A: índalma Transliteration B: indalma Transliteration C: indalma Beta Code: i)/ndalma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς,= εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in pl., hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).

Greek (Liddell-Scott)

ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.