καθηδυπαθέω: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθηδῠπαθέω''': ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ [[ἴδιον]] κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6. | |lstext='''καθηδῠπαθέω''': ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ [[ἴδιον]] κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />perdre dans la mollesse <i>ou</i> les plaisirs sa fortune <i>ou</i> son temps.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡδυπαθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
A squander in luxury or revelling, τοὺς δαρεικούς X. An.1.3.3; τὰς εὐπορίας D.H.20.8; τὸν Χρόνον κ. καὶ ἀναλίσκειν Plu. Ant.28; τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς κ. Luc.DMort.12.6: abs., Ph.2.106,357, Alciphr.1.21.
German (Pape)
[Seite 1284] verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδῠπαθέω: ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre dans la mollesse ou les plaisirs sa fortune ou son temps.
Étymologie: κατά, ἡδυπαθέω.