ἀαγής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀαγής''': ές· [[ἄθραυστος]], ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, [[ἰσχυρός]], [[σκληρός]]. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. [[ἄγνυμι]]). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.] | |lstext='''ἀαγής''': ές· [[ἄθραυστος]], ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, [[ἰσχυρός]], [[σκληρός]]. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. [[ἄγνυμι]]). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui ne se rompt pas, solide.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unbroken, hard, Od.11.575, Theoc.24.123, etc. (ἀϝαγής, cf. ἄγνυμι.) [First α short ll. cc., long A.R.3.1251, Q.S.6.596.]
German (Pape)
[Seite 1] ές (ἄγνυμι), unzerbrechlich, Hom. ῥόπαλον, Od. 11, 575; δίφρος Theocr. 24, 121, unzerbrochen; δόρυ An. Rh. 3, 1251 Qu. Sm. 6, 596 (welche beide auch das erste α im Anf. des Verses lang brauchen); Nonn. θώρηκες, Dion. 2, 284.
Greek (Liddell-Scott)
ἀαγής: ές· ἄθραυστος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, ἰσχυρός, σκληρός. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. ἄγνυμι). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.]
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne se rompt pas, solide.
Étymologie: ἀ, ἄγνυμι.