μήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήστωρ''': -ωρος, ὁ, ([[μήδομαι]]) [[πρόβουλος]], [[προνοητής]], [[ἐπόπτης]], Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται [[ὕπατος]] [[μήστωρ]] Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς [[ἄλλος]] διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, [[οἷον]] ὁ [[Πρίαμος]], [[θεόφιν]] [[μήστωρ]] [[ἀτάλαντος]] Η. 366· ὁ [[Πάτροκλος]], Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ [[Νηλεύς]], Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, [[ἄξιος]] νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.
|lstext='''μήστωρ''': -ωρος, ὁ, ([[μήδομαι]]) [[πρόβουλος]], [[προνοητής]], [[ἐπόπτης]], Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται [[ὕπατος]] [[μήστωρ]] Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς [[ἄλλος]] διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, [[οἷον]] ὁ [[Πρίαμος]], [[θεόφιν]] [[μήστωρ]] [[ἀτάλαντος]] Η. 366· ὁ [[Πάτροκλος]], Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ [[Νηλεύς]], Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, [[ἄξιος]] νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui dirige, <i>particul.</i> conseiller sage, prudent;<br /><b>2</b> qui inspire, qui excite.<br />'''Étymologie:''' [[μήδομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήστωρ Medium diacritics: μήστωρ Low diacritics: μήστωρ Capitals: ΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mḗstōr Transliteration B: mēstōr Transliteration C: mistor Beta Code: mh/stwr

English (LSJ)

ωρος (once ορος, v. infr. 11), ὁ, (μήδομαι)

   A adviser, counsellor, ὕπατος μήστωρ, of Zeus, Il.8.22, 17.339; θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, of Priam, 7.366; Patroclus, 17.477, Od.3.110; Neleus, 3.409; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.4.328; μήστωρα φόβοιο, of Diomedes, 6.278; of Patroclus, 23.16; μήστωρε φ., of the horses of Aeneas, 5.272, 8.108.    2 in Ion. Prose, skilled assistant to a surgeon, Hp.Mochl.38.    II as Adj., μήστορι σιδάρῳ Tim. Pers.143.

German (Pape)

[Seite 178] ὁ, ωρος (μήδομαι), der Rather, Rathgeber, bes. der klugen Rath giebt, ersinnt; Ζῆν' ὕπατον μήστωρα, Il. 8, 22; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Rathgeber, 7, 366. 17, 477 Od. 3, 110 u. sonst; μήστωρ μάχης, der Berather, Lenker der Schlacht, Il. 17, 339, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen, 4, 328; auch von Patroklus u. Hektor, 16, 759, wie von Peirithous, 14, 318. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Il. 5, 272, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; vgl. 8, 108; Diomedes μήστωρ φόβοιο, 6, 97, Hektor u. Patroklos, 12, 39. 23, 16, der Flucht zu erregen weiß. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μήστωρ: -ωρος, ὁ, (μήδομαι) πρόβουλος, προνοητής, ἐπόπτης, Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ Ζεὺς καλεῖται ὕπατος μήστωρ Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς ἄλλος διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, οἷονΠρίαμος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος Η. 366· ὁ Πάτροκλος, Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ Νηλεύς, Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, ἄξιος νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον ὄνομα, Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 qui dirige, particul. conseiller sage, prudent;
2 qui inspire, qui excite.
Étymologie: μήδομαι.