παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
}}
{{bailly
|btext=détourner du droit chemin, faire dévier;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέπω Medium diacritics: παρεκτρέπω Low diacritics: παρεκτρέπω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: parektrépō Transliteration B: parektrepō Transliteration C: parektrepo Beta Code: parektre/pw

English (LSJ)

   A turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111 :— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς . . Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.