βατήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰτήρ''': ῆρος, ὁ, (βαίνω) τὸ ἐφ’οὗ τις πατεῖ, [[οὐδός]], κατώφλιον, Ἀμειψ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) τὸ [[μέρος]] ἐξ οὗ ἀναχωρεῖ τις = [[βαλβίς]] Α.Β.224, Ἡσύχ., Εὐστ.<br />3) ἐφ’οὗ τις στηρίζεται περιπατῶν, [[βακτηρία]], Νίκ. Θ. 377. 4) ἐν λύρᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]], [[ἔνθα]] αἱ χορδαὶ ἐντείνονται, [[κόλλοψ]], στρόψιγξ ἢ [[κλειδίον]], [[ὡσαύτως]] χορδότονον, Νικόμ. Ἁρμον. σ.13.19.
|lstext='''βᾰτήρ''': ῆρος, ὁ, (βαίνω) τὸ ἐφ’οὗ τις πατεῖ, [[οὐδός]], κατώφλιον, Ἀμειψ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) τὸ [[μέρος]] ἐξ οὗ ἀναχωρεῖ τις = [[βαλβίς]] Α.Β.224, Ἡσύχ., Εὐστ.<br />3) ἐφ’οὗ τις στηρίζεται περιπατῶν, [[βακτηρία]], Νίκ. Θ. 377. 4) ἐν λύρᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]], [[ἔνθα]] αἱ χορδαὶ ἐντείνονται, [[κόλλοψ]], στρόψιγξ ἢ [[κλειδίον]], [[ὡσαύτως]] χορδότονον, Νικόμ. Ἁρμον. σ.13.19.
}}
{{bailly
|btext=[ᾰ] ῆρος (ὁ),<br /><b>1</b>. seuil d’une porte, AMIPS. (POLL. 2, 200) ; <i>p. anal</i>. base de la lyre où les cordes sont fixées, NICOM. <i>Harm</i>. p. 13, 19;<br /><b>2</b>. bâton (pour soutenir la marche) NIC. <i>Th</i>. 377.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτήρ Medium diacritics: βατήρ Low diacritics: βατήρ Capitals: ΒΑΤΗΡ
Transliteration A: batḗr Transliteration B: batēr Transliteration C: vatir Beta Code: bath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A that on which one treads, threshold, ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν β. τῆς θύρας, prov. of those who 'come to the point', 'hit the nail on the head', Amips.26; base of a statue, IG11(2).147.18 (Delos, iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.).    2 place from which one jumps, AB224, Hsch., Eust.1404.56.    3 = βακτηρία, Nic.Th.377.    4 bridge of a lyre, Nicom.Harm.6; also, part of flute, ib.10.    5 one who walks, Hsch.

German (Pape)

[Seite 438] ῆρος, ὁ, der Einherschreitende, Hesych.; die Schwelle, ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας Amips. bei Poll. 2, 200; sprüchw. αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τῆς θύρας Diogen. 3, 38; vgl. Eust. Od. 1404, 58; bei der Rennbahn die Erhöhung, von der man beim Auslaufen heruntersprang, VLL., s. B. A. 224, die Schranken. Bei Nic. Th. 377 der Stab. Bei Nicomach. mus. der Wirbel zum Spannen der Saiten, s. χορδότονον.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτήρ: ῆρος, ὁ, (βαίνω) τὸ ἐφ’οὗ τις πατεῖ, οὐδός, κατώφλιον, Ἀμειψ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) τὸ μέρος ἐξ οὗ ἀναχωρεῖ τις = βαλβίς Α.Β.224, Ἡσύχ., Εὐστ.
3) ἐφ’οὗ τις στηρίζεται περιπατῶν, βακτηρία, Νίκ. Θ. 377. 4) ἐν λύρᾳ τὸ κατώτερον μέρος, ἔνθα αἱ χορδαὶ ἐντείνονται, κόλλοψ, στρόψιγξ ἢ κλειδίον, ὡσαύτως χορδότονον, Νικόμ. Ἁρμον. σ.13.19.

French (Bailly abrégé)

[ᾰ] ῆρος (ὁ),
1. seuil d’une porte, AMIPS. (POLL. 2, 200) ; p. anal. base de la lyre où les cordes sont fixées, NICOM. Harm. p. 13, 19;
2. bâton (pour soutenir la marche) NIC. Th. 377.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.