πίθος: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίθος''': [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν [[πήλινος]] [[ὀπτός]], π. [[κεράμινος]] Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· [[εὐρύστομος]] ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος [[καλῶς]] ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― [[ἀλλά]], ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, [[βίος]] κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, [[ἀφθονία]] εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = [[πιθείας]]. ἴδε ἐν λ. ([[Κατὰ]] τὸν Buttm. = φίδος, [[ὅθεν]] καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς [[ὡσαύτως]] τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)
|lstext='''πίθος''': [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν [[πήλινος]] [[ὀπτός]], π. [[κεράμινος]] Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· [[εὐρύστομος]] ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος [[καλῶς]] ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― [[ἀλλά]], ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, [[βίος]] κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, [[ἀφθονία]] εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = [[πιθείας]]. ἴδε ἐν λ. ([[Κατὰ]] τὸν Buttm. = φίδος, [[ὅθεν]] καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς [[ὡσαύτως]] τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />grande jarre en terre pour le vin <i>ou</i> l’huile ; τετρημένος [[πίθος]] XÉN tonneau percé <i>en parl. du tonneau des Danaïdes, fig. en parl. d’un travail en pure perte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], [[πύνδαξ]] ; p. *φίδος ; cf. <i>lat.</i> fidelia.
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίθος Medium diacritics: πίθος Low diacritics: πίθος Capitals: ΠΙΘΟΣ
Transliteration A: píthos Transliteration B: pithos Transliteration C: pithos Beta Code: pi/qos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A large wine-jar, Il.24.527, Od.2.340, 23.305, Hes.Op. 98,368, IG12.328.2, etc. : usu. of earthenware, π. κεράμινοι Hdt.3.96, cf. Ar.Pax703, Pl.La.187b, Grg.493a; π. ἀργύρεοι, sent by Croesus to Delphi, Hdt.1.51; but π. ξύλινοι casks, Str.5.1.12, cf. Hdn.8.4.5.    2 prov., εἰς τὸν τετρημένον π. ἀντλεῖν, of the task of the Danaids, i.e. of labour in vain, X.Oec.7.40, cf. Philetaer.18.5, Luc.Herm.61, DMort.11.4; applied to insatiable appetites, Pl.Grg.493b; to largesses made by demagogues, Arist.Pol.1320a32, cf. Oec.1344b25; ἐκ πίθω ἀντλεῖς you have wine by the caskful, i.e. your purse is deep, Theoc. 10.13; ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη 'trying to run before you can walk', Pl.La.187b, cf. Grg.514e, Ar.Fr.469; ζωὴ πίθου a Cynic's life, like that of Diogenes, Zen.4.14; π. φρενῶν a cask full of wit, Men.Mon.240 ( = IG14.699), expld. with ref. to Diogenes by Eust. 1363.40.    II = πιθίας, Arist.Mu.395b12, Ptol.Tetr.90. (Cf. Lat. fidelia.)

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, 1) Faß, Weinfaß, Od. 2, 340, oder große Krüge, mit weiter Oeffnung, so daß man daraus schöpfen kann, πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος, 23, 305, worauf ein genau passender Deckel gelegt wurde, Hes. O. 98; ὥςτ' ἐκπιεῖν σε ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; Ar. Par 596; bei den Alten gew. irden, κεράμινος, Her. 3, 96; doch auch silbern, 1, 51; ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη, Plat. Lach. 187 b, vgl. Gorg. 493 a; sprichwörtlich ἐκ πίθου ἀντλεῖς, Theocr. 10, 13, wie wir »aus dem Vollen«; πίθος ἄπληστος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 6, der auch ζωὴ πίθου 4, 14 anführt, von einem mäßigen geben, von dem Diogenes im Fasse entlehnt; auch ὁ τετρημένος τῶν Δαναΐδων πίθος, Luc. Mort. D. 11, 4 u. A. – 2) alles einem Faß Aehnliche, z. B. von feurigen Lufterscheinungen, Arist. mund. 4, wie πιθείας. – Scheint mit πυθμήν, fundus, Butte, verwandt, nach Buttmann von φίδος, fidelia.

Greek (Liddell-Scott)

πίθος: [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. ἀμφορεύς), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν πήλινος ὀπτός, π. κεράμινος Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· εὐρύστομος ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος καλῶς ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― ἀλλά, ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «παροιμία ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, βίος κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, ἀφθονία εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = πιθείας. ἴδε ἐν λ. (Κατὰ τὸν Buttm. = φίδος, ὅθεν καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς ὡσαύτως τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grande jarre en terre pour le vin ou l’huile ; τετρημένος πίθος XÉN tonneau percé en parl. du tonneau des Danaïdes, fig. en parl. d’un travail en pure perte.
Étymologie: cf. πυθμήν, πύνδαξ ; p. *φίδος ; cf. lat. fidelia.