πῖλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῖλος''': ὁ, ἔρια ἢ τρίχες κατειργασμέναι διὰ συμπιέσεως εἰς πυκνὸν [[πίλημα]] ἐν χρήσει πρὸς ἐσωτερικὴν ὑπένδυσιν περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Κ. 265· πρὸς ἐσωτερικὴν κάλυψιν πεδίλων, πέδιλα… πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας, «πίλοις [[κυρίως]] τοῖς ἐξ ἐρίων πεπιλημένοις καὶ συμπατηθεῖσι καὶ συσφιγχθεῖσιν ὑφάσμασιν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 540, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220Β, Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 15· ― τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, δηλ. τὴν φυσικὴν αὔξησιν τῶν τριχῶν, Πλάτ. Νόμ. 942D. II. μάλλινον τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], [[εἶδος]] σκούφου, ἀντίθετον τῷ [[πέτασος]] (Yates Texrtin. Ant. 1, append. B), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 544, Ἀνθ. Π. 6. 90, κτλ.· πίλους τιήρας φορέοντες, φοροῦντες τιάρας ἀντὶ πίλων, Ἡρόδ. 3. 12· ἀντὶ τῶν π. μιτροφόροι ἦσαν ὁ αὐτ. 7. 62, πρβλ. 61, 92· ἦσαν δὲ οἱ πῖλοι διαφόρων σχημάτων, [[ὅθεν]], π. Ἀρκαδικὸς Πολύαινος 4. 14· Λακωνικὸς [[Πολυδ]]. Α΄, 149· Μακεδονικὸς ὁ αὐτ. Ι΄, 61 (παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7 ἀντὶ πίλῳ Θετταλικῇ ὁ Schneid διορθοῖ πετάσῳ)· π. [[χαλκοῦς]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς χαλκοῦν, [[κράνος]], περικεφαλαία, Ἀριστοφ. Λυσ. 562· ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἡ [[χρῆσις]] πίλου ἢ καλύμματος τῆς κεφαλῆς μετέτρεπε τὴν κόμην εἰς πολιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 5. 2) πέδιλα ἐκ πιλημάτων, ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 5· ἴδε ἀνωτ. 1. 3) [[εἶδος]] ὑφάσματος μὴ ὑφαντοῦ ἀλλὰ διὰ συμπιέσεως ἐρίων κατεσκευασμένου, ἐν χρήσει ἀντὶ ταπήτων, στρωμάτων καὶ σκηνῶν, Τουρκ. «κετσές», Ἡρόδ. 4. 23, 73, 75, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 7· ὡς [[κάλυμμα]] ἵππου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. 1) θώραξ ἐκ πίλου, «κετσέ», Θουκ. 4. 34· ἴδε ἐν λ. [[πιλητός]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βαμβακώδους σφαίρας ἐπί τινων δένδρων σχηματιζομένης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4., 4. 8, 7 (θηλ. ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ). 2) [[σφαῖρα]], Λατ. pila, Ἀνώνυμ. παρ’ Εὐστ. 1554. ΙV. κεῖται ἀντὶ τοῦ Λατ. pilus, δηλ. ὁ [[λόχος]] τῶν τριαρίων, ordo triarium, ὡς ἐν τῷ primus pilus, «ἔστι δὲ [[πῖλος]] καὶ [[τάγμα]], πρῶτος [[πῖλος]] καλούμενος» Σουΐδ., ἴδε πριμοπιλάριος παρὰ τῷ αὐτῷ. ― (πρβλ. Λατ. pilius· Βοημ. plst ([[πίλημα]])· Ἀγγλο-Σαξον. felt· Ἀρχ. Γερμ. filz.
|lstext='''πῖλος''': ὁ, ἔρια ἢ τρίχες κατειργασμέναι διὰ συμπιέσεως εἰς πυκνὸν [[πίλημα]] ἐν χρήσει πρὸς ἐσωτερικὴν ὑπένδυσιν περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Κ. 265· πρὸς ἐσωτερικὴν κάλυψιν πεδίλων, πέδιλα… πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας, «πίλοις [[κυρίως]] τοῖς ἐξ ἐρίων πεπιλημένοις καὶ συμπατηθεῖσι καὶ συσφιγχθεῖσιν ὑφάσμασιν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 540, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220Β, Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 15· ― τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, δηλ. τὴν φυσικὴν αὔξησιν τῶν τριχῶν, Πλάτ. Νόμ. 942D. II. μάλλινον τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], [[εἶδος]] σκούφου, ἀντίθετον τῷ [[πέτασος]] (Yates Texrtin. Ant. 1, append. B), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 544, Ἀνθ. Π. 6. 90, κτλ.· πίλους τιήρας φορέοντες, φοροῦντες τιάρας ἀντὶ πίλων, Ἡρόδ. 3. 12· ἀντὶ τῶν π. μιτροφόροι ἦσαν ὁ αὐτ. 7. 62, πρβλ. 61, 92· ἦσαν δὲ οἱ πῖλοι διαφόρων σχημάτων, [[ὅθεν]], π. Ἀρκαδικὸς Πολύαινος 4. 14· Λακωνικὸς [[Πολυδ]]. Α΄, 149· Μακεδονικὸς ὁ αὐτ. Ι΄, 61 (παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7 ἀντὶ πίλῳ Θετταλικῇ ὁ Schneid διορθοῖ πετάσῳ)· π. [[χαλκοῦς]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς χαλκοῦν, [[κράνος]], περικεφαλαία, Ἀριστοφ. Λυσ. 562· ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἡ [[χρῆσις]] πίλου ἢ καλύμματος τῆς κεφαλῆς μετέτρεπε τὴν κόμην εἰς πολιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 5. 2) πέδιλα ἐκ πιλημάτων, ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 5· ἴδε ἀνωτ. 1. 3) [[εἶδος]] ὑφάσματος μὴ ὑφαντοῦ ἀλλὰ διὰ συμπιέσεως ἐρίων κατεσκευασμένου, ἐν χρήσει ἀντὶ ταπήτων, στρωμάτων καὶ σκηνῶν, Τουρκ. «κετσές», Ἡρόδ. 4. 23, 73, 75, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 7· ὡς [[κάλυμμα]] ἵππου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. 1) θώραξ ἐκ πίλου, «κετσέ», Θουκ. 4. 34· ἴδε ἐν λ. [[πιλητός]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βαμβακώδους σφαίρας ἐπί τινων δένδρων σχηματιζομένης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4., 4. 8, 7 (θηλ. ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ). 2) [[σφαῖρα]], Λατ. pila, Ἀνώνυμ. παρ’ Εὐστ. 1554. ΙV. κεῖται ἀντὶ τοῦ Λατ. pilus, δηλ. ὁ [[λόχος]] τῶν τριαρίων, ordo triarium, ὡς ἐν τῷ primus pilus, «ἔστι δὲ [[πῖλος]] καὶ [[τάγμα]], πρῶτος [[πῖλος]] καλούμενος» Σουΐδ., ἴδε πριμοπιλάριος παρὰ τῷ αὐτῷ. ― (πρβλ. Λατ. pilius· Βοημ. plst ([[πίλημα]])· Ἀγγλο-Σαξον. felt· Ἀρχ. Γερμ. filz.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, qqf ἡ)<br /><b>I.</b> laine <i>ou</i> poils cardés ensemble, feutre dont on garnissait l’intérieur des casques;<br /><b>II.</b> tout objet en feutre :<br /><b>1</b> bonnet en feutre;<br /><b>2</b> tapis <i>ou</i> couverture de feutre ; <i>particul.</i> couverture de cheval;<br /><b>3</b> [[οἱ]] πῖλοι cuirasse de feutre.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> pilus, pileus.
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῖλος Medium diacritics: πῖλος Low diacritics: πίλος Capitals: ΠΙΛΟΣ
Transliteration A: pîlos Transliteration B: pilos Transliteration C: pilos Beta Code: pi=los

English (LSJ)

ὁ,

   A wool or hair wrought into felt, used as a lining for helmets, Il.10.265 ; for shoes, Hes.Op.542, cf. Pl.Smp.220b, Luc.Rh.Pr.15; but τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, playfully, of the human hair, Pl.Lg. 942e.    II anything made of felt, esp. close-fitting cap, Hes.Op.546, Arist.GA785a27, AP6.90 (Phil.), etc.; πίλους τιάρας φορέοντες wearing turbans for caps, Hdt.3.12; ἀντὶ τῶν π. μιτρηφόροι ἦσαν Id.7.62, cf. 61,92 ; πῖλοι τοῖς δημοσίοις IG22.1672.70 ; π. λευκός ib.5(1).1390.13 (Andania, i B. C.); of various fashions, π. Ἀρκαδικός Polyaen.4.14; Λακωνικός Poll.1.149 ; Μακεδονικός, = καυσία, Id.10.162 ; π. χαλκοῦς a brazen cap, i. e. helmet, Ar.Lys.562 ; of the apex worn by Roman flamines, D.H.2.64 (pl.).    2 felt shoe, λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων π. Cratin.100.    3 felt cloth, used for carpets, mats, tents, etc., Hdt. 4.23,73,75, Hp.Aër.18 (pl.), cf. X.Cyr.5.5.7, Aen.Tact.33.3 (pl.), etc.; for horse-cloths, Plu.Art.11.    4 felt cuirass, jerkin, Th.4.34.    III amadou, Polyporus igniarius, Thphr.HP3.7.4.    b embryo of Nelumbium, ib.4.8.7.    2 ball, σφαιρίζουσα πίλῳ Suid. Hist.(FHGiip.464) Fr.2.    IV = Lat. pilus, as in primus pilus, Suid. (Cf. Lat. pilleus.)

German (Pape)

[Seite 615] ὁ, 1) zusammengekrämpte, gefilzte Wolle od. Haare, Filz, pilus; μέσσῃ δ' ἐνὶ πῖλος ἀρήρει, Il. 10, 265; Hes. O. 544; als Unterfutter des Helms u. der Schuhe; ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας, Plat. Conv. 220 a; s. Cratin. bei Poll. 7, 171; zur Decke gebraucht, Xen. Cyr. 5, 5, 7, vgl. Her. 4, 23. 73, wie zu Harnischen, Thuc. 4, 34 u. sonst; Pferdedecken, Plut. Artax. 11; und alles aus Filz Gemachte, bes. der Hut, Hes. O. 548, Her. u. A., den in Athen nur Kranke, Bettler und gemeine Leute zu tragen pflegten, Luc. u. A.; τὰς σκεπαζομένας τρίχας πίλοις ἢ καλύμμασι πολιοῦσθαι θᾶττον, Arist. gen. anim. 5, 5; doch hieß so auch der bekannte Schifferhut des Odysseus, und der Hut der Dioskuren, den sie auf alten Kunstwerken gewöhnlich haben, so wie die Kopfbedeckung der Perser, Her. 3, 12; Reisehut, Antiphil. 5 (VI, 199), vgl. πιλίδιον; Ar. Lys. 562 nennt sogar den Helm πῖλος χαλκοῦς – 2) Ball, Kugel, bes. Erd- u. Himmelskugel, Paus., wein dafür nicht überall πόλος zu schreiben ist. – 3) bei Sp. das römische pilus.

Greek (Liddell-Scott)

πῖλος: ὁ, ἔρια ἢ τρίχες κατειργασμέναι διὰ συμπιέσεως εἰς πυκνὸν πίλημα ἐν χρήσει πρὸς ἐσωτερικὴν ὑπένδυσιν περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Κ. 265· πρὸς ἐσωτερικὴν κάλυψιν πεδίλων, πέδιλα… πίλοις ἔντοσθε πυκάσας, «πίλοις κυρίως τοῖς ἐξ ἐρίων πεπιλημένοις καὶ συμπατηθεῖσι καὶ συσφιγχθεῖσιν ὑφάσμασιν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 540, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220Β, Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 15· ― τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, δηλ. τὴν φυσικὴν αὔξησιν τῶν τριχῶν, Πλάτ. Νόμ. 942D. II. μάλλινον τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, εἶδος σκούφου, ἀντίθετον τῷ πέτασος (Yates Texrtin. Ant. 1, append. B), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 544, Ἀνθ. Π. 6. 90, κτλ.· πίλους τιήρας φορέοντες, φοροῦντες τιάρας ἀντὶ πίλων, Ἡρόδ. 3. 12· ἀντὶ τῶν π. μιτροφόροι ἦσαν ὁ αὐτ. 7. 62, πρβλ. 61, 92· ἦσαν δὲ οἱ πῖλοι διαφόρων σχημάτων, ὅθεν, π. Ἀρκαδικὸς Πολύαινος 4. 14· Λακωνικὸς Πολυδ. Α΄, 149· Μακεδονικὸς ὁ αὐτ. Ι΄, 61 (παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7 ἀντὶ πίλῳ Θετταλικῇ ὁ Schneid διορθοῖ πετάσῳ)· π. χαλκοῦς, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς χαλκοῦν, κράνος, περικεφαλαία, Ἀριστοφ. Λυσ. 562· ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἡ χρῆσις πίλου ἢ καλύμματος τῆς κεφαλῆς μετέτρεπε τὴν κόμην εἰς πολιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 5. 2) πέδιλα ἐκ πιλημάτων, ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 5· ἴδε ἀνωτ. 1. 3) εἶδος ὑφάσματος μὴ ὑφαντοῦ ἀλλὰ διὰ συμπιέσεως ἐρίων κατεσκευασμένου, ἐν χρήσει ἀντὶ ταπήτων, στρωμάτων καὶ σκηνῶν, Τουρκ. «κετσές», Ἡρόδ. 4. 23, 73, 75, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 7· ὡς κάλυμμα ἵππου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. 1) θώραξ ἐκ πίλου, «κετσέ», Θουκ. 4. 34· ἴδε ἐν λ. πιλητός. ΙΙΙ. εἶδος βαμβακώδους σφαίρας ἐπί τινων δένδρων σχηματιζομένης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4., 4. 8, 7 (θηλ. ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ). 2) σφαῖρα, Λατ. pila, Ἀνώνυμ. παρ’ Εὐστ. 1554. ΙV. κεῖται ἀντὶ τοῦ Λατ. pilus, δηλ. ὁ λόχος τῶν τριαρίων, ordo triarium, ὡς ἐν τῷ primus pilus, «ἔστι δὲ πῖλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῖλος καλούμενος» Σουΐδ., ἴδε πριμοπιλάριος παρὰ τῷ αὐτῷ. ― (πρβλ. Λατ. pilius· Βοημ. plst (πίλημα)· Ἀγγλο-Σαξον. felt· Ἀρχ. Γερμ. filz.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
I. laine ou poils cardés ensemble, feutre dont on garnissait l’intérieur des casques;
II. tout objet en feutre :
1 bonnet en feutre;
2 tapis ou couverture de feutre ; particul. couverture de cheval;
3 οἱ πῖλοι cuirasse de feutre.
Étymologie: cf. lat. pilus, pileus.