Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱππήλατος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]]) [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις [[ἱππάσιμος]]), οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ’ [[εὐλείμων]] Ὀδ. Δ. 607· [[γαῖα]] Ν. 242· [[ὡσαύτως]], ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, [[Πολυδ]]. Θ΄, 37· [[οὕτως]], ἱππ. [[οἶδμα]] Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. [[ἔργον]] Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος [[ἵππος]], Τρυφιόδ. 2.
|lstext='''ἱππήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]]) [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις [[ἱππάσιμος]]), οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ’ [[εὐλείμων]] Ὀδ. Δ. 607· [[γαῖα]] Ν. 242· [[ὡσαύτως]], ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, [[Πολυδ]]. Θ΄, 37· [[οὕτως]], ἱππ. [[οἶδμα]] Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. [[ἔργον]] Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος [[ἵππος]], Τρυφιόδ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />praticable pour les chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππήλᾰτος Medium diacritics: ἱππήλατος Low diacritics: ιππήλατος Capitals: ΙΠΠΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hippḗlatos Transliteration B: hippēlatos Transliteration C: ippilatos Beta Code: i(pph/latos

English (LSJ)

ον,

   A fit for horsemanship or driving, νῆσος Od.4.607; γαῖα 13.242; ὁδὸς ἱ. chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37; ἱ. οἶδμα Nonn.D.20.157; θάλασσα Agath.4.29, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6.

German (Pape)

[Seite 1258] = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις ἱππάσιμος), οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ. 607· γαῖα Ν. 242· ὡσαύτως, ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς ἁμαξιτός, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, Πολυδ. Θ΄, 37· οὕτως, ἱππ. οἶδμα Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. ἔργον Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος, Τρυφιόδ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
praticable pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἐλαύνω.