ἐπίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμᾰχος''': -ον, ([[μάχομαι]]) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ [[ἐπίδρομος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμαχος]], Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον [[χωρίον]]· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον [[χωρίον]], ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον [[στράτευμα]], τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = [[περιμάχητος]], διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, [[σχεδόν]] τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[περιμάχητος]], [[τουτέστι]] περὶ ἧς μάχῃ καὶ [[ἀμφισβήτησις]] ἦν ἀεί».
|lstext='''ἐπίμᾰχος''': -ον, ([[μάχομαι]]) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ [[ἐπίδρομος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμαχος]], Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον [[χωρίον]]· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον [[χωρίον]], ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον [[στράτευμα]], τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = [[περιμάχητος]], διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, [[σχεδόν]] τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[περιμάχητος]], [[τουτέστι]] περὶ ἧς μάχῃ καὶ [[ἀμφισβήτησις]] ἦν ἀεί».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à attaquer, à prendre;<br /><i>Sp.</i> ἐπιμαχώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μάχη]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμᾰχος Medium diacritics: ἐπίμαχος Low diacritics: επίμαχος Capitals: ΕΠΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: epímachos Transliteration B: epimachos Transliteration C: epimachos Beta Code: e)pi/maxos

English (LSJ)

ον,

   A that may easily be attacked, assailable, of fortified places, opp. ἄμαχος, Hdt.1.84; ἐκ τῆς γῆς ἐ. Th.4.31, cf. 35; τὰ -ώτατα ib.4; τῇ τὸ -ώτατον ἦν τοῦ χωρίου Hdt. 9.21, cf.6.133, X.An.5.4.14.    II. contended for, contested, Hld.8.1.    III. equipped for battle, Thom.Mag.p.113R.; epith. of Πλούτων, GDI3520 (Cnidus), cf.SIG1014.61 (Erythrae, iii B.C.).    IV. ally, helper, Ph.1.659, Hsch.; ἐ. χωρία impregnable, Ph.2.383 (v.l. ἀπο-), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 960] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Ggstz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμᾰχος: -ον, (μάχομαι) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ ἐπίδρομος, ἀντίθετον τῷ ἄμαχος, Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον χωρίον· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον χωρίον, ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον στράτευμα, τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = περιμάχητος, διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, σχεδόν τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ περιμάχητος, τουτέστι περὶ ἧς μάχῃ καὶ ἀμφισβήτησις ἦν ἀεί».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à attaquer, à prendre;
Sp. ἐπιμαχώτατος.
Étymologie: ἐπί, μάχη.