ἐπίδρομος
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
ἐπίδρομον,
A that may be overrun, τεῖχος ἐ. a wall that may be scaled, Il.6.434 (but τεῖχος ἅρμασιν ἐ. on which chariots can run, AP9.58 (Antip.(?))); ἐ. Ζεφύροισι overrun by the Western winds, ib.10.13 (Satyr.), cf. Opp.H. 3.635; νηυσὶν ἐ. ἐστι θάλασσα Mosch.2.137; τὰ ἐ. καὶ ταπεινά, of countries, Plu.Eum.9.
2. metaph., intelligible, τοῖς ἀμυήτοις Them.Or.13.162c.
3. fatally easy, πρᾶγμα Just.Nov.72.6.
II. Act., running over, spreading, of sores, Nic.Th.242.
2. metaph., over-hasty, rash, γνώμη, ὅρκος, Paus.9.21.6,33.3.
3. following freely or easily, A.Supp.124 (lyr.); τὸ σὸν κατὰ χειρὸς ἐ. καὶ λεῖον Luc. Dem.Enc.10.
III. Subst. ἐπίδρομος, ὁ, cord which runs along the upper edge of a net, X.Cyn.6.9, Poll.5.29, cf. Plin.HN19.11; so δι' ὀργάνων ἐπιδρόμων (prob.) by running ropes, Plu.Sert.22.
2. a small sail at the stern, like the mizzen-sail of a yawl (or, acc. to Poll.1.91, the mast of such a sail), Isid.Etym.19.3.3.
German (Pape)
[Seite 939] angreifbar, einem Anlauf ausgesetzt, ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il. 6, 434, die Mauer war zu erstürmen; ἐπίδρομον ζεφύροισιν, den Zephyren ausgesetzt, Satyr. 3 (X, 13), wie ἀνέμοισιν Opp. Hal. 3, 635; Βαβυλῶνος ἐπίδρομον ἅρμασι τεῖχος, worauf Wagen fahren können, Antp. Sid. 52 (IX, 58); τὰ ἐπίδρομα καὶ πεδινά Plut. Eum. 9; ὁδός Poll. 3, 96; νηυσὶν ἐπίδρομός ἐστι θάλασσα Mosch. 2, 137. – Angreifend, anlaufend, Aesch. Suppl. 117, wo die Lesart schwankt. – Übertr., leichtsinnig, übereilt, ὅρκος Paus. 9, 33, 3 u. a. Sp. – Ὁ ἐπίδρομος ist sowohl der Strick oben am Netz, der von oben heruntergeht, Xen. Cyn. 6, 9, vgl. Poll. 5, 29, als das Segel am Hintertheil des Schiffes, 1, 91; – δι' ὀργάνων ἐπιδρόμων κατήγοντο, sie wurden an Seilen, die von oben gezogen wurden, mit Maschinen herabgelassen, Plut. Sertor. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 à travers lequel on peut courir en parl. de pays;
2 contre lequel on peut courir ; qui peut être escaladé (mur);
II. qui court sur, qui presse.
Étymologie: ἐπιδραμεῖν, inf. ao.2 de ἐπιτρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίδρομος:
1 легко пробегаемый, удобопроходимый: τὰ ἐπίδρομα Plut. удобопроходимые местности; τεῖχος ἅρμασιν ἐπίδρομον Anth. стена, по (верхнему краю) которой могут ехать колесницы (ср. 2); ἐ. ζεφύροισι Anth. овеваемый западными ветрами;
2 легко доступный, могущий быть взятым приступом (τεῖχος Hom. - ср. 1);
3 набегающий, близящийся (θεοῖς ἐναγέα τέλεα Aesch.).
I ὁ
1 эпидром (верхняя веревка для стягивания звероловной сети) Xen.;
2 блочный канат (ὀργάνων ἐπίδρομοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδρομος: -ον, ἐπὶ τείχους, τὸ ἐπιδρομὴν παρέχον, εὐάλωτον, ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστι πόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Ἰλ. Ζ. 434 (ἀλλ’ ἐπίδρομον ἅρμασι τεῖχος, ἐφ’ οὗ δύνανται νὰ τρέχωσιν ἅρματα, Ἀνθ. Π. 9. 58)· ἐπίδρομον Ζεφύροισι, διαπνεόμενον ὑπὸ δυτικῶν ἀνέμων, Ἀνθ. Π. 10. 13, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 3. 635· ἐκ τῶν ἐπιδρόμων καὶ πεδινῶν πρὸς τὴν ἐγγὺς ὑπώρειαν ἄφιππον οὖσαν Πλουτ. Εὐμέν. 9. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπιτρέχων, ἐπεκτεινόμενος, ἐξαπλούμενος, ἐπὶ ἑλκῶν, Νικ. Θ. 242. 2) μεταφ., ὑπὲρ τὸ δέον ἐσπευσμένος, ὁρμητικός, ἀπερίσκεπτος, ὅρκος, γνώμη Παυσ. 9. 21, 6., 33. 3. 3) ἐπικείμενος, ἐπαπειλῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 124. III. ἐπίδρομος, ὁ, σχοινίον ὅπερ ἐκτείνεται κατὰ τὸ ἄνω ἄκρον τοῦ θηρευτικοῦ δικτύου, Ξεν. Κυν. 6. 9, Πολυδ. Ε΄ 29, πρβλ. Πλίν. 19.1· οὕτω, δι’ ὀργάνων ἐπιδρόμων (παθ.), δι’ ἐκτεινομένων σχοινίων, Πλουτ. Σερτώρ. 22· πρβλ. περίδρομος, ὁ. 2) «τὸ ἱστίον τὸ ἐν τῇ πρύμνῃ κρεμάμενον, ὃ καλοῦσι φάρον (ἴσως διορθ. φᾶρος) καὶ ἔλασσον» Ἡσύχ., ἢ κατὰ Πολυδ. (Α΄, 91) ὁ δεύτερος ἱστὸς πλοίου, ἴδε Ἰσιδ. Ἐτυμ. 19. 3.
English (Autenrieth)
(ἐπιδραμεῖν): to be scaled; τεῖχος, Il. 6.434†.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπίδρομος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους
αρχ.
1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος»)
2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον Ζεφύροισι»)
3. (για έλκος) αυτός που εξαπλώνεται, που επεκτείνεται
4. εσπευσμένος, απερίσκεπτος («ἐπίδρομος ὅρκος, γνώμη»)
5. επικείμενος, απειλητικός («...ἐναγέα τέλεα... ἐπίδρομα»)
6. το αρσ. ως ουσ. το επάνω σχοινί του κυνηγετικού διχτιού.
Greek Monotonic
ἐπίδρομος: -ον (ἐπιδραμεῖν),
I. αυτός που μπορεί να επιτρέψει εισβολή, τεῖχος ἐπ., τείχος που επιτρέπει το σκαρφάλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπίδρ. Ζεφύροισι, διαπνεόμενο από δυτικούς ανέμους, σε Ανθ.
II. ἐπίδρομος, ὁ, σχοινί που εκτείνεται στην πάνω άκρη διχτυού, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπίδρομος, ον ἐπιδραμεῖν
I. that may be overrun, τεῖχος ἐπ. a wall that may be scaled, Il.; ἐπίδρ. Ζεφύροισι overrun by the W. winds, Anth.
II. ἐπίδρομος, ὁ, a cord which runs along the upper edge of a net, Xen.