συμπεριτυγχάνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεριτυγχάνω''': [[περιτυγχάνω]], συναντῶ [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, νεανίσκοι [[τρεῖς]] κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22. | |lstext='''συμπεριτυγχάνω''': [[περιτυγχάνω]], συναντῶ [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, νεανίσκοι [[τρεῖς]] κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.
German (Pape)
[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.