ἀνέκπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέκπληκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, [[ἄφοβος]], ἄτρομος, [[ἀτάραχος]], Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· [[πρός]] τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = [[ἀνεκπληξία]], Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.
|lstext='''ἀνέκπληκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, [[ἄφοβος]], ἄτρομος, [[ἀτάραχος]], Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· [[πρός]] τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = [[ἀνεκπληξία]], Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non effrayé ; [[πρός]] [[τι]] PLUT qui ne se laisse pas effrayer <i>ou</i> étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;<br /><b>2</b> qui ne fait aucune impression.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκπληκτος Medium diacritics: ἀνέκπληκτος Low diacritics: ανέκπληκτος Capitals: ΑΝΕΚΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anékplēktos Transliteration B: anekplēktos Transliteration C: anekpliktos Beta Code: a)ne/kplhktos

English (LSJ)

ον,

   A undaunted, intrepid, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117; ὑπὸ κακῶν Pl.R.619a:—τὸ -ότατον X. Ages.6.7. Adv. ἀνέκ-τως Plu.2.260c, Hierocl.in CA10p.434M.    II Act., making no impression, λέξις Plu.2.7a.

German (Pape)

[Seite 221] 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἄφοβος, ἄτρομος, ἀτάραχος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· πρός τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = ἀνεκπληξία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non effrayé ; πρός τι PLUT qui ne se laisse pas effrayer ou étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;
2 qui ne fait aucune impression.
Étymologie: ἀ, ἐκπλήσσω.