μύλη: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλη''': [ῠ], ἡ, [[μύλος]], Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· [[γυνή]]... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι [[εἵατο]] Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ [[κάτω]] μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο [[ὄνος]]· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ [[ἐπιγονατίς]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης [[ὄγκος]], ποτὲ μὲν κατὰ τὸ [[στόμιον]] τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ [[λιθώδης]], mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. [[φυτόν]] τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli ([[μύλος]]), mel-o ([[ἄλευρον]]), mul-jan ([[ἀλήθω]])· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι [[ζήτημα]] ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἀλέω]]· ἴδε [[ἀλέω]]).
|lstext='''μύλη''': [ῠ], ἡ, [[μύλος]], Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· [[γυνή]]... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι [[εἵατο]] Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ [[κάτω]] μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο [[ὄνος]]· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ [[ἐπιγονατίς]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης [[ὄγκος]], ποτὲ μὲν κατὰ τὸ [[στόμιον]] τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ [[λιθώδης]], mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. [[φυτόν]] τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli ([[μύλος]]), mel-o ([[ἄλευρον]]), mul-jan ([[ἀλήθω]])· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι [[ζήτημα]] ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἀλέω]]· ἴδε [[ἀλέω]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />meule à moudre le grain.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> mola.
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλη Medium diacritics: μύλη Low diacritics: μύλη Capitals: ΜΥΛΗ
Transliteration A: mýlē Transliteration B: mylē Transliteration C: myli Beta Code: mu/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A mill: in Hom., hand-mill turned by women, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104; γυνὴ . . ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν (Dor.) ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24 (Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. μύλανς Schwyzer 180.6.    II nether millstone (the upper being ὄνος), Ar.V.648: pl., αἱ μύλαι Arist.Mete.383b7, cf. Pherecr.10.    III knee-pan, Hp.Off.9, Com.Adesp.450, Arist.HA 494a5, Paus.1.35.5.    IV hard formation in a woman's womb, Hp.Mul.1.71, 2.178, Arist.GA775b25.    V pl., molars, LXX Jb. 29.17, Anon.Lond.24.24, Gal.UP9.15: sg., of an ass's tooth, PMag. Lond.125.22, al.    VI = μῶλυ, Gal.12.80: root of λάπαθον, Aët. 1.251. (Cf. Lat. molo, Goth. malan 'grind', etc.)

German (Pape)

[Seite 217] ἡ, 1) die Mühle; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere ὄνος heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = οὐλαί, erklären. – 2) im plur. = μύλακροι, die Backenzähne, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die Kniescheibe. – 4) bei den Aerzten ein Mondkalb, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429.

Greek (Liddell-Scott)

μύλη: [ῠ], ἡ, μύλος, Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· γυνή... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι εἵατο Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν Πολυδ. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ κάτω μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο ὄνος· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ ἐπιγονατίς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης ὄγκος, ποτὲ μὲν κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ λιθώδης, mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. φυτόν τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli (μύλος), mel-o (ἄλευρον), mul-jan (ἀλήθω)· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· ὥστελέξις φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι ζήτημα ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἀλέω· ἴδε ἀλέω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
meule à moudre le grain.
Étymologie: cf. lat. mola.