ἀπόλειψις: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολείπω]]) [[ἐγκατάλειψις]] ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]]. (πρβλ. [[ἀπολείπω]] ΙΙ., [[ἀπόπεμψις]]), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε [[ἀπογράφω]] ΙΙΙ. 2) [[αὐτόθι]] 17· [[ὡσαύτως]] ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., [[λιποταξία]], [[ἀπόδρασις]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, [[ἔλλειψις]], Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν [[ἐλάττωσις]], [[κατάπτωσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς σελήνης, [[ἐλάττωσις]], ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - [[θάνατος]], δοιὴ δὲ θνητῶν [[γένεσις]], δοιὴ δ’ [[ἀπόλειψις]] Ἐμπεδ. 64· [[οὕτως]] ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.
|lstext='''ἀπόλειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολείπω]]) [[ἐγκατάλειψις]] ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]]. (πρβλ. [[ἀπολείπω]] ΙΙ., [[ἀπόπεμψις]]), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε [[ἀπογράφω]] ΙΙΙ. 2) [[αὐτόθι]] 17· [[ὡσαύτως]] ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., [[λιποταξία]], [[ἀπόδρασις]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, [[ἔλλειψις]], Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν [[ἐλάττωσις]], [[κατάπτωσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς σελήνης, [[ἐλάττωσις]], ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - [[θάνατος]], δοιὴ δὲ θνητῶν [[γένεσις]], δοιὴ δ’ [[ἀπόλειψις]] Ἐμπεδ. 64· [[οὕτως]] ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> abandon départ ; <i>particul.</i> abandon d’un poste militaire, désertion;<br /><b>II.</b> action de rester en arrière, de faire défaut, de manquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολείπω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλειψις Medium diacritics: ἀπόλειψις Low diacritics: απόλειψις Capitals: ΑΠΟΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: apóleipsis Transliteration B: apoleipsis Transliteration C: apoleipsis Beta Code: a)po/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπολείπω)

   A abandonment, ἡ ἀ. τοῦ στρατοπέδου Th.7.75; defection, Id.4.126; desertion of a husband by his wife (cf. ἀπολείπω 11.1), D.30.15; ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (v. ἀπογράφω 111.2) ib.17 (but also, = ἀπόπεμψις, ἀ. γράψασθαι Plu.2.100e); desertion by soldiers, seamen, etc., X.HG4.1.28, D.50.11.    II intr., deficiency, of rivers, failing, Arist.Mete.351a21 (pl.); of the moon, waning, Id.GA767a5; of the sun, departure to southern hemisphere, Jul.Or.4.137d.    2 death, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀ. Emp.17.3; ἀ. τοῦ ζην Hyp.Epit.24; ἐκ τοῦ ὄντος Porph.Sent.20.    III in Law, default, Cod.Just. 1.4.18.

German (Pape)

[Seite 311] ἡ, das Verlassen, Thuc. 7, 75; bes. von Soldaten, Desertion, Xen. Hell. 4, 1, 28; Dem. 50, 11 u. ff.; Ehescheidung, 30, 15 u. öfter; – das Zurückbleiben, Thuc. 4, 126; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Arist. gen. an. 2, 4; Empedocl. 36 Ggstz γένεσις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλειψις: -εως, ἡ, (ἀπολείπω) ἐγκατάλειψις ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· ἐγκατάλειψις τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ. (πρβλ. ἀπολείπω ΙΙ., ἀπόπεμψις), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε ἀπογράφω ΙΙΙ. 2) αὐτόθι 17· ὡσαύτως ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., λιποταξία, ἀπόδρασις, Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, ἔλλειψις, Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν ἐλάττωσις, κατάπτωσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· οὕτως ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - θάνατος, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ’ ἀπόλειψις Ἐμπεδ. 64· οὕτως ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. abandon départ ; particul. abandon d’un poste militaire, désertion;
II. action de rester en arrière, de faire défaut, de manquer.
Étymologie: ἀπολείπω.