τανηλεγής: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰνηλεγής''': -ές, ([[λέγω]]) ὁ εἰς [[μῆκος]] ἐκτείνων τινά, ἐπίθετον τοῦ θανάτου, κατ’ ἄλλους ὁ [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], [[μοῖρα]] τανηλεγέος θανάτοιο Ὀδ. Β. 100. κλπ.· δύο κῆρε ταν. θαν. Ἰλ. Θ. 70, Χ. 210· κήρ... ταν. θ. Ὀδ. Λ. 170, Τυρταῖ. 9. 35. | |lstext='''τᾰνηλεγής''': -ές, ([[λέγω]]) ὁ εἰς [[μῆκος]] ἐκτείνων τινά, ἐπίθετον τοῦ θανάτου, κατ’ ἄλλους ὁ [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], [[μοῖρα]] τανηλεγέος θανάτοιο Ὀδ. Β. 100. κλπ.· δύο κῆρε ταν. θαν. Ἰλ. Θ. 70, Χ. 210· κήρ... ταν. θ. Ὀδ. Λ. 170, Τυρταῖ. 9. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui couche <i>ou</i> abat tout du long.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[λέγω]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, perh.
A bringing long woe, epith. of death, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Od.2.100, etc.; δύο κῆρε τ. θ. Il.8.70; κὴρ . . τ. θ. Od.11.171, Tyrt.12.35. Adv. τανηλεγέως Supp.Epigr.1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of ἄλγος (ἀλέγω) like δυσηλεγής.)
German (Pape)
[Seite 1067] ές, lang hinlegend, lang ausstreckend; bei Hom. oft als Beiwort des Todes; Μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο, Od. 2, 100 u. öfter; Κὴρ ταν. θαν., 11, 171, wie Il. 8, 70. 22, 210; offenbar von der sinnlichen Erscheinung, daß die Glieder des Sterbenden ausgereckt werden; also nicht = in langen Schlaf bringend.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνηλεγής: -ές, (λέγω) ὁ εἰς μῆκος ἐκτείνων τινά, ἐπίθετον τοῦ θανάτου, κατ’ ἄλλους ὁ λίαν ἀλγεινός, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Ὀδ. Β. 100. κλπ.· δύο κῆρε ταν. θαν. Ἰλ. Θ. 70, Χ. 210· κήρ... ταν. θ. Ὀδ. Λ. 170, Τυρταῖ. 9. 35.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui couche ou abat tout du long.
Étymologie: ταναός, λέγω¹.