ἐπέξειμι: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐπεξέρχομαι]], εἰς ὃ [[ὡσαύτως]] παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], [[διαφεύγω]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, [[καταδιώκω]] δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ [[ὑπὲρ]] φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, [[αὐτόθι]] 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ [[καλῶς]] μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
|lstext='''ἐπέξειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐπεξέρχομαι]], εἰς ὃ [[ὡσαύτως]] παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- [[ἁπλῶς]], [[ἐξέρχομαι]], [[διαφεύγω]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, [[καταδιώκω]] δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ [[ὑπὲρ]] φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, [[αὐτόθι]] 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], [[ἐξετάζω]] ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ [[καλῶς]] μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. prés.</i> ἐπεξιέναι, <i>part.</i> ἐπεξιών, <i>impf.</i> [[ἐπεξῄειν]], <i>f.</i> [[ἐπέξειμι]];<br /><b>I.</b> sortir contre :<br /><b>1</b> marcher contre, τινι;<br /><b>2</b> poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;<br /><b>II.</b> aller jusqu’au bout :<br /><b>1</b> fig. <i>en parl. d’un récit, d’un discours</i> parcourir successivement, acc.;<br /><b>2</b> poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔξειμι]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέξειμι Medium diacritics: ἐπέξειμι Low diacritics: επέξειμι Capitals: ΕΠΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: epéxeimi Transliteration B: epexeimi Transliteration C: epekseimi Beta Code: e)pe/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) serving as Att. fut. to ἐπεξέρχομαι, to which it also supplies the impf. -ῄειν, Ion. 3pl. -ήϊσαν Hdt.7.223:—go out against an enemy, l. c., Th.2.21, etc.; τισί Id.6.97; πρὸς πολεμίους X.Eq.Mag.7.3; ἐ. τινὶ ἐς μάχην Th.2.23, etc.    2 get out, escape, Arist.Pr.937a28.    II proceed against, take vengeance on, Hdt.8.143; esp. in legal sense, prosecute, τινί D.21.216, Men.Epit.140; ἐ. τινὶ φόνου for murder, Pl. Lg.866b, Euthphr.4e; ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ib.b, cf. e: c. acc. pers., ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Test. ap. D.21.107, cf. Antipho 1.11, etc.: c. dat. rei, visit, avenge, τῷ παθήματι Pl.Lg.866b (and c. acc., τὸν τῶν πατέρων θάνατον D.S.4.66); also ἐ. δίκῃ, γραφῇ, prosecute at law, Pl.Lg.754e, Euthphr.4c, Aeschin.2.93; attack, τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον Pl.Ly.215e.    III c. acc., go over, traverse, δρυμούς Clearch.37.    2 in writing, traverse, go through in detail, σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Hdt.1.5; πάντα Ar.Ra.1118; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Pl.R.437a.    3 go through with, execute, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Th.1.84; ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους Id.3.82.

German (Pape)

[Seite 915] (s. εἶμι), gegen Einen ausrücken, einen Ausfall machen; Her. 7, 223 ἐπεξήϊσαν; 8, 143; Thuc. 2, 20 u. öfter, τινί, εἰς μάχην 2, 13; daher auch wie ἐπεξέρχομαι, gerichtlich belangen, eigtl. δίκῃ, Plat. Legg. VI, 754 e; τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aesch. 2, 93; τοῦ πατρὸς τὸν φονέα Antiph. 1, 11, wie φόνον 5 α 3; gew. φόνου τῷ κτείναντι, den Mörder wegen des Mordes, Plat. Legg. IX, 866 b; πατρὶ φόνου Euthyphr. 4 e; τοῦ φόνου τινά Dem. 21, 107, von B. A. 141 bemerkt; rächen, τῷ παθήματι Plat. Legg. IX, 866 b; τὴν παρανομίαν, bestrafen, D. Sic. 1, 77, a. Sp.; ἄχρι τέλους, die äußerste Strafe verhängen, D. Hal. 7, 54; – durchgehen, eigtl. ὀρείους δρυμούς Ath. XIV, 619 c; erwähnen, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her. 1, 5; τῷ λόγῳ Plat. Lys. 215 e; πάσας αἰτίας Tim. 38 d; so auch τὰς τιμωρίας, poenas persequebantur, Thuc. 3, 82. – Indic. praes. mit Futurbdtg, s. simplex.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐπεξέρχομαι, εἰς ὃ ὡσαύτως παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ ἐξέρχομαι ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ πρός τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, διαφεύγω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. προβαίνω ἐναντίον τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, καταδιώκω δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- μετὰ δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, αὐτόθι 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι, ἐξετάζω ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ἐπεξιέναι, part. ἐπεξιών, impf. ἐπεξῄειν, f. ἐπέξειμι;
I. sortir contre :
1 marcher contre, τινι;
2 poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;
II. aller jusqu’au bout :
1 fig. en parl. d’un récit, d’un discours parcourir successivement, acc.;
2 poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.
Étymologie: ἐπί, ἔξειμι.