ἐξακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 40· ― ἐμπήγνυμί τι μεθ’ ὁρμῆς, [[φάσγανον]] πρὸς [[ἧπαρ]] ἐξακοντίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1149· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. ὀργ., ἐξ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς Ξεν. Ἑλλην. 4. 6, 11, Ἀν. 5. 4, 25· ἀπολ., ὁ [[καρκίνος]]... [[ὅταν]] φοβηθῇ, φεύγει [[ἀνάπαλιν]] καὶ μακρὰν ἐξακοντίζειν (δηλ. ἑαυτὸν) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 21· ταῦτ’ εἰπὼν (ὁ Ἀρταγέρσης) ἐξηκόντισεν ἐπ’ αὐτὸν (τὸν Κῦρον) Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· κατά τινος Διοδ. Ἀποσπ. 553. 2) μεταφ., συχω. παρ’ Εὐρ., βάκχας... αἳ τῆσδε γῆς οἴστροισι λευκὸν [[κῶλον]] ἐξηκόντισαν, ἐξ οἴστρου παρορμώμεναι ἐξηκόντισαν τοὺς λευκοὺς αὑτῶν πόδας μακρὰν ταύτης τῆς γῆς, δηλ. ἀπῆλθον δρομαίως [[ἐντεῦθεν]] εἰς τὰ ὄρη, ὁ αὐτ. Βάκχ. 665· κακῶν γὰρ τῶν τότ’ οὐκ ἀμνημονῶ, ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα, [[ποσάκις]] ἐξέτεινα σπασμωδικῶς πρὸς τὸ [[γένειον]] (τοῦ τεκόντος με) τὰς χεῖράς μου, ἱκετεύων αὐτόν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 362· ἀλλὰ τί τοὺς Ὀδυσσέως [[ἐξακοντίζω]] πόνους, [[διακηρύττω]] μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, ὁ αὐτ. Τρῳ. 444· [[ταῦτα]] πρὸς τάδε Ἱκέτ. 456· οὕτω, γλώσσῃ ματαίους ἐξ. λόγους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· τοσαύτην ἐξακοντίζειν πνοὴν Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7.
|lstext='''ἐξᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 40· ― ἐμπήγνυμί τι μεθ’ ὁρμῆς, [[φάσγανον]] πρὸς [[ἧπαρ]] ἐξακοντίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1149· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. ὀργ., ἐξ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς Ξεν. Ἑλλην. 4. 6, 11, Ἀν. 5. 4, 25· ἀπολ., ὁ [[καρκίνος]]... [[ὅταν]] φοβηθῇ, φεύγει [[ἀνάπαλιν]] καὶ μακρὰν ἐξακοντίζειν (δηλ. ἑαυτὸν) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 21· ταῦτ’ εἰπὼν (ὁ Ἀρταγέρσης) ἐξηκόντισεν ἐπ’ αὐτὸν (τὸν Κῦρον) Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· κατά τινος Διοδ. Ἀποσπ. 553. 2) μεταφ., συχω. παρ’ Εὐρ., βάκχας... αἳ τῆσδε γῆς οἴστροισι λευκὸν [[κῶλον]] ἐξηκόντισαν, ἐξ οἴστρου παρορμώμεναι ἐξηκόντισαν τοὺς λευκοὺς αὑτῶν πόδας μακρὰν ταύτης τῆς γῆς, δηλ. ἀπῆλθον δρομαίως [[ἐντεῦθεν]] εἰς τὰ ὄρη, ὁ αὐτ. Βάκχ. 665· κακῶν γὰρ τῶν τότ’ οὐκ ἀμνημονῶ, ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα, [[ποσάκις]] ἐξέτεινα σπασμωδικῶς πρὸς τὸ [[γένειον]] (τοῦ τεκόντος με) τὰς χεῖράς μου, ἱκετεύων αὐτόν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 362· ἀλλὰ τί τοὺς Ὀδυσσέως [[ἐξακοντίζω]] πόνους, [[διακηρύττω]] μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, ὁ αὐτ. Τρῳ. 444· [[ταῦτα]] πρὸς τάδε Ἱκέτ. 456· οὕτω, γλώσσῃ ματαίους ἐξ. λόγους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· τοσαύτην ἐξακοντίζειν πνοὴν Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lancer un trait;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lancer : δόρατα XÉN des javelots ; <i>avec le dat.</i> δόρασιν XÉN, παλτοῖς XÉN frapper avec des javelots;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> mouvoir vivement : [[ἐξ]]. χεῖρας γενείου EUR approcher vivement ses mains du menton de qqn <i>en parl. d’un suppliant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀκοντίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰκοντίζω Medium diacritics: ἐξακοντίζω Low diacritics: εξακοντίζω Capitals: ΕΞΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: exakontízō Transliteration B: exakontizō Transliteration C: eksakontizo Beta Code: e)cakonti/zw

English (LSJ)

   A dart or hurl forth, launch, ἐ. τὰ δόρατα X.HG5.4.40; φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐ. strike it home, E.HF1149: c. dat., ἐ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς, X.HG4.6.11, An.5.4.25; ἐ. ἐπί τινα Plu.Art.9; κατὰ συός D.S.9Fr.29; -ίζεται τὸ αἷμα Gal.4.708.    b intr., dart away, [ὁ κάραβος] μακρὰν -ίζει Arist.HA590b29.    2 metaph., freq. in E., ἐ. κῶλον τῆσδε γῆς, i.e. flee precipitately, Ba.665; ἐ. χεῖρας γενείου γονάτων τε dart out the hands towards his chin and knees [in supplication], IT362; τοὺς Οδυσσέως πόνους ἐ. shoot forth, i.e. proclaim loudly, Tr.444 (troch.); ταῦτα πρὸς τὰ σά Supp.456; so γλώσσῃ ματαίους ἐ. λόγους Men.1091; τοσαύτην ἐ. πνοήν Antiph. 217.7.

German (Pape)

[Seite 865] (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆσδε γῆς – κῶλον ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους Tr. 444, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern, Suppl. 456; ὅταν γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ῥίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 40· ― ἐμπήγνυμί τι μεθ’ ὁρμῆς, φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξακοντίσας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1149· ὡσαύτως μετὰ δοτ. ὀργ., ἐξ. τοῖς δόρασι, τοῖς παλτοῖς Ξεν. Ἑλλην. 4. 6, 11, Ἀν. 5. 4, 25· ἀπολ., ὁ καρκίνος... ὅταν φοβηθῇ, φεύγει ἀνάπαλιν καὶ μακρὰν ἐξακοντίζειν (δηλ. ἑαυτὸν) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 21· ταῦτ’ εἰπὼν (ὁ Ἀρταγέρσης) ἐξηκόντισεν ἐπ’ αὐτὸν (τὸν Κῦρον) Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· κατά τινος Διοδ. Ἀποσπ. 553. 2) μεταφ., συχω. παρ’ Εὐρ., βάκχας... αἳ τῆσδε γῆς οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν, ἐξ οἴστρου παρορμώμεναι ἐξηκόντισαν τοὺς λευκοὺς αὑτῶν πόδας μακρὰν ταύτης τῆς γῆς, δηλ. ἀπῆλθον δρομαίως ἐντεῦθεν εἰς τὰ ὄρη, ὁ αὐτ. Βάκχ. 665· κακῶν γὰρ τῶν τότ’ οὐκ ἀμνημονῶ, ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα, ποσάκις ἐξέτεινα σπασμωδικῶς πρὸς τὸ γένειον (τοῦ τεκόντος με) τὰς χεῖράς μου, ἱκετεύων αὐτόν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 362· ἀλλὰ τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους, διακηρύττω μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, ὁ αὐτ. Τρῳ. 444· ταῦτα πρὸς τάδε Ἱκέτ. 456· οὕτω, γλώσσῃ ματαίους ἐξ. λόγους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· τοσαύτην ἐξακοντίζειν πνοὴν Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7.

French (Bailly abrégé)

1 lancer un trait;
2 p. ext. lancer : δόρατα XÉN des javelots ; avec le dat. δόρασιν XÉN, παλτοῖς XÉN frapper avec des javelots;
3 p. ext. mouvoir vivement : ἐξ. χεῖρας γενείου EUR approcher vivement ses mains du menton de qqn en parl. d’un suppliant.
Étymologie: ἐξ, ἀκοντίζω.