μετριάζω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι [[μετὰ]] μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω [[μετὰ]] προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13. | |lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι [[μετὰ]] μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω [[μετὰ]] προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être modéré, se conduire avec modération.<br />'''Étymologie:''' [[μέτριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be moderate, keep measure, S.Ph.1183 (lyr.), Th.1.76, Arist.Pol.1298a40; τινι in a thing, ib.1314b33: with Preps., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις D.20.162; περὶ τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.784e; περὶ τὸ δίκαιον D.H.13.13; πρὸς λύπην Pl.R.603e; ἐπί τινι Luc.Im.21; μ. ἐν τῷ προθύμῳ show but moderate zeal, Hdn.8.3.5: c. gen., μ. τῶν παθῶν Hierocl. in CA10p.436M. 2 of disease, remit, abate, opp. παροξύνεσθαι, Gal.16.711. 3 of persons, to be 'only middling', to be unwell, Men.1037, LXX Ne.2.2, Poet. de herb.3. 4 οἱ μετριάζοντες, = οἱ μέτριον τὸ αἰδοῖον ἔχοντες, Arist.GA718a24. 5 jest, Sch.Ar.V. 64. II trans., moderate, regulate, control, ὅρκοις μ. ψυχὴν νέαν Pl. Lg.692b; [τὴν βασιλείαν] Arist.Pol.1313a26; τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου reduce our rent, PCair.Zen.433.12 (iii B. C.); τὴν τιμωρίαν Ph.1.41.
German (Pape)
[Seite 162] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; περί τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ ἄλλου μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Plat. Legg. III, 692 b.
Greek (Liddell-Scott)
μετριάζω: εἶμαι μέτριος, φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε ἥσυχος, Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, αὐτόθι 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ ὡσαύτως εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι ἀσθενής, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) χαριεντίζομαι, λέγω τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. μετριάζω, διευθύνω, ῥυθμίζω, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· μετριάζω τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.
French (Bailly abrégé)
être modéré, se conduire avec modération.
Étymologie: μέτριος.