φυγαδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφυγάδευσα, <i>pf. Pass.</i> πεφυγάδευμαι;<br />chasser, bannir, exiler ; [[οἱ]] πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδεύω Medium diacritics: φυγαδεύω Low diacritics: φυγαδεύω Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΩ
Transliteration A: phygadeúō Transliteration B: phygadeuō Transliteration C: fygadeyo Beta Code: fugadeu/w

English (LSJ)

Elean φυγᾰδείω Schwyzer 424.1 (iv B. C.):—

   A banish, X.HG2.3.42, 5.4.19; ἐκ τῆς πόλεως D.40.32; δεῦρ' αὐτὸν (sc. Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Aristopho 11.7: opp. ὀστρακίζω, Arist.Pol.1288a25; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Luc.Am.38:—Pass., X.HG2.4.14, D.S.14.32, etc.; πεφυγαδευμένοι Plu.Ant.15.    II intr., live in banishment, SIG175.20 (Delph., iv B. C.), Schwyzer 424.6 (Elis, iv B.C.), LXXPs.54(55).8: fut. φυγαδεύσομαι POxy.1477.15 (iii/iv A. D.), Plb.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 1311] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδεύω: κάμνω τινὰ φυγάδα, ἀποδιώκω ἔκ τινος χώρας, ἐξορίζω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ ὀστρακίζω, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι φυγάς, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφυγάδευσα, pf. Pass. πεφυγάδευμαι;
chasser, bannir, exiler ; οἱ πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.
Étymologie: φυγάς.