ἀπεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι: ― ἀόρ. -ειργασάμην: πρκμ. -είργασμαι, [[ὅστις]] ὁτὲ μὲν [[εἶναι]] ἐνεργητ., ὁτὲ δὲ παθητ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704C, Τίμ. 30Β, κ. ἀλλ., πρὸς τὴν Πολ. 566Α, Φαῖδρ. 272Α, κ. ἀλλ.: ― ἀόρ. -ειργάσθην, ἀεὶ ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ αὐτ. Πολ. 374C, κ. ἀλλ.: ἀποθ. Ἀποτελειώνω τι, κατεργάζομαί τι [[μετὰ]] τελειότητος, [[κατασκευάζω]] τι [[μετὰ]] τέχνης, καθιστῶ τέλειον, ἀποπληρῶ, τὰ ξύλινα τοῦ τείχους τίνες ἀπειργάσαντ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1154· [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ., [[ἔργον]] ἀπ. Γοργ. 454Α, Πολ. 353Β, 603Α, κ. ἀλλ., καθιστῶ, εὐδαίμονα πόλιν ἀπ. Νόμ. 683Β· τόν τε πολιτικὸν ἀπ. καὶ τὸν φιλόσοφον Πολιτικ. 257Α· ἡ [[τέχνη]] ἐπιτελεῖ, ἃ ἡ [[φύσις]] ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 8. 2) ἐπὶ ζῳγράφου, ἀποτελειώνω διὰ χρωμάτων, [[παριστάνω]] ἢ [[ἐκφράζω]] τελείως, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ὑπογράψαι (σχεδιάσαι ἢ σκιαγραφῆσαι), Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 504D: ἐν γένει, [[κάμνω]], [[σχηματίζω]], προξενῶ, ὁ αὐτ. Φίλ. 24C, κτλ. 3) ἐκτελῶ, ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀπεργάζεσθαι τοῦτο Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5. ΙΙ. προξενῶ, [[παράγω]], δόξαν ψευδῆ Πλάτ. Φίλ. 40D· νίκην ὁ αὐτ. Νόμ. 647Β· πανουργίαν ἀντὶ σοφίας [[αὐτόθι]] 747C· ὀσμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 327, κτλ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. καθιστῶ, ἀγαθὸν ἀπ. τινα Ξεν. Συμπ. 8. 35· τοὺς παῖδας ἀπ. δειλοτέρους Πλάτ. Πολ. 381Ε, πρβλ. Πολιτικ. 287Α, κ. ἀλλ.: ― οὕτω καὶ ὁ πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ. ἀπειργασμένος [[τύραννος]], [[τέλειος]], εἰς τὴν ἐντέλειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 566Α· [[τέχνη]] ἀπειργασμένη ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Α· ἀνὴρ ἀπ. καλὸς κἀγαθὸς Ξεν. Οἰκ. 11. 3. 2) [[μεταβάλλω]] τι εἰς ἕτερον, ἀπ. [[ὕδωρ]] γῆν, πῦρ ἀέρα, [[μεταβάλλω]] τὴν γῆν εἰς [[ὕδωρ]], τὸν ἀέρα εἰς πῦρ, Πλάτ. Τίμ. 61Β. 3) ἀπ. τινά τι, [[κάμνω]] τι εἴς τινα, ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Λ. πρβλ. Ἀντεραστ. 135C.
|lstext='''ἀπεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι: ― ἀόρ. -ειργασάμην: πρκμ. -είργασμαι, [[ὅστις]] ὁτὲ μὲν [[εἶναι]] ἐνεργητ., ὁτὲ δὲ παθητ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704C, Τίμ. 30Β, κ. ἀλλ., πρὸς τὴν Πολ. 566Α, Φαῖδρ. 272Α, κ. ἀλλ.: ― ἀόρ. -ειργάσθην, ἀεὶ ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ αὐτ. Πολ. 374C, κ. ἀλλ.: ἀποθ. Ἀποτελειώνω τι, κατεργάζομαί τι [[μετὰ]] τελειότητος, [[κατασκευάζω]] τι [[μετὰ]] τέχνης, καθιστῶ τέλειον, ἀποπληρῶ, τὰ ξύλινα τοῦ τείχους τίνες ἀπειργάσαντ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1154· [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ., [[ἔργον]] ἀπ. Γοργ. 454Α, Πολ. 353Β, 603Α, κ. ἀλλ., καθιστῶ, εὐδαίμονα πόλιν ἀπ. Νόμ. 683Β· τόν τε πολιτικὸν ἀπ. καὶ τὸν φιλόσοφον Πολιτικ. 257Α· ἡ [[τέχνη]] ἐπιτελεῖ, ἃ ἡ [[φύσις]] ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 8. 2) ἐπὶ ζῳγράφου, ἀποτελειώνω διὰ χρωμάτων, [[παριστάνω]] ἢ [[ἐκφράζω]] τελείως, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ὑπογράψαι (σχεδιάσαι ἢ σκιαγραφῆσαι), Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 504D: ἐν γένει, [[κάμνω]], [[σχηματίζω]], προξενῶ, ὁ αὐτ. Φίλ. 24C, κτλ. 3) ἐκτελῶ, ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀπεργάζεσθαι τοῦτο Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5. ΙΙ. προξενῶ, [[παράγω]], δόξαν ψευδῆ Πλάτ. Φίλ. 40D· νίκην ὁ αὐτ. Νόμ. 647Β· πανουργίαν ἀντὶ σοφίας [[αὐτόθι]] 747C· ὀσμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 327, κτλ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. καθιστῶ, ἀγαθὸν ἀπ. τινα Ξεν. Συμπ. 8. 35· τοὺς παῖδας ἀπ. δειλοτέρους Πλάτ. Πολ. 381Ε, πρβλ. Πολιτικ. 287Α, κ. ἀλλ.: ― οὕτω καὶ ὁ πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ. ἀπειργασμένος [[τύραννος]], [[τέλειος]], εἰς τὴν ἐντέλειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 566Α· [[τέχνη]] ἀπειργασμένη ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Α· ἀνὴρ ἀπ. καλὸς κἀγαθὸς Ξεν. Οἰκ. 11. 3. 2) [[μεταβάλλω]] τι εἰς ἕτερον, ἀπ. [[ὕδωρ]] γῆν, πῦρ ἀέρα, [[μεταβάλλω]] τὴν γῆν εἰς [[ὕδωρ]], τὸν ἀέρα εἰς πῦρ, Πλάτ. Τίμ. 61Β. 3) ἀπ. τινά τι, [[κάμνω]] τι εἴς τινα, ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Λ. πρβλ. Ἀντεραστ. 135C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπεργάσομαι, <i>ao.</i> [[ἀπειργασάμην]], <i>pf.</i> [[ἀπείργασμαι]];<br /><b>I. 1</b> achever une tâche;<br /><b>2</b> achever, accomplir, travailler, exécuter, construire ; produire, acc. : ἀγαθὸν ἀπ. τινα XÉN rendre qqn bon;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> être porté à sa perfection ; ἀνὴρ ἀπειργασμένος [[καλός]] [[τε]] [[κἀγαθός]] XÉN homme accompli et parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεργάζομαι Medium diacritics: ἀπεργάζομαι Low diacritics: απεργάζομαι Capitals: ΑΠΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apergázomai Transliteration B: apergazomai Transliteration C: apergazomai Beta Code: a)perga/zomai

English (LSJ)

pf. -είργασμαι, sts. Act., Pl.Lg.704c, Ti.30b, al., sts. Pass., R.566a, Phdr.272a, al.: aor. -ειργάσθην always in pass. sense, Id.R.374c, al.:—

   A finish off, complete, bring to perfection, τὰ ξύλινα τοῦ τείχους Ar.Av.1154; freq. in Pl., ἔργον ἀ. Grg.454a, R. 353c, 603a, al.; εὐδαίμονα πόλιν ἀ. Lg.683b; τόν τε πολιτικὸν ἀ. καὶ τὸν φιλόσοφον Plt.257a; ἡ τέχνη ἐπιτελεῖ ἃ ἡ φύσις ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Arist.Ph.199a16.    2 of a painter, fill up with colour, represent in a finished picture, opp. ὑπογράψαι (sketch), ἀ. ἀκριβῶς Pl.R. 548d.    3 finish a contract, X.Mem.1.6.5.    II cause, produce, Pl.Ti.28e, al.; τὸ πλέον καὶ τὸ ἔλαττον Id.Phlb.24e; δόξαν ψευδῆ ib. 40d; νίκην καὶ σωτηρίαν Id.Lg.647b; πανουργίαν ἀντὶ σοφίας ib.747c; ὀσμήν Arist.Fr.368, etc.; folld. by inf., enable, τὸ ἀπεργαζόμενον ὀρθῶς χρῆσθαι Pl.Euthd.281a.    III c. dupl. acc., make so and so, ἀγαθὸν ἀ. τινα X.Smp.8.35; τοὺς παῖδας ἀ. δειλοτέρους Pl.R.381e, cf. Plt.287a, al.: pf. in pass. sense, ἀπειργασμένος τύραννος finished tyrant, R.566a; τέχνη ἀπειργασμένη Phdr.272a; ἀνὴρ ἀ. καλὸς κἀγαθός X.Oec.11.3.    2 ἀ. τινά τιδο something to one, ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται Pl.Chrm.173a, cf. Riv.135e; ὅπερ ὕδωρ γῆν ἀ. as water acts upon earth, Id.Ti.61b.    IV work off a debt, Men.Her.36.

German (Pape)

[Seite 287] dep. med., 1) ausarbeiten, vollenden, übh. etwas wozu machen, τοιοῦτός ἐστιν, οἷον ἡ ἐπιστήμη ἕκαστον ἀπεργάζεται Plat. Gorg. 460 b; ἕτερον τοῦ ὄντος Soph. 256 d; νίκην Legg. I, 647 d, u. öfter; εἴδωλα Xen. Mem. 1, 4, 4; δικαίους τοὺς οἰκέτας Oec. 14, 6; Folgde. Mit doppeltem acc., ἀγαθόν τινα, Einem etwas Gutes erweisen, Plat. Charm. 173 b; ἀπείργασμαι, theils passiv., Polit. 267 d u. sonst oft, theils act., τὴν χώραν ἔρημον ἀπείργασται Legg. IV, 704 c; aor. pass. ἀπεργασθέντα Rep. II, 374 c. – 2) abarbeiten (nach VLL. ἀποδοὺς ἐξ ὧν εἰργάσατο), Xen. Mem. 1, 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ― ἀόρ. -ειργασάμην: πρκμ. -είργασμαι, ὅστις ὁτὲ μὲν εἶναι ἐνεργητ., ὁτὲ δὲ παθητ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704C, Τίμ. 30Β, κ. ἀλλ., πρὸς τὴν Πολ. 566Α, Φαῖδρ. 272Α, κ. ἀλλ.: ― ἀόρ. -ειργάσθην, ἀεὶ ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ αὐτ. Πολ. 374C, κ. ἀλλ.: ἀποθ. Ἀποτελειώνω τι, κατεργάζομαί τι μετὰ τελειότητος, κατασκευάζω τι μετὰ τέχνης, καθιστῶ τέλειον, ἀποπληρῶ, τὰ ξύλινα τοῦ τείχους τίνες ἀπειργάσαντ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1154· συχνάκις παρὰ Πλάτ., ἔργον ἀπ. Γοργ. 454Α, Πολ. 353Β, 603Α, κ. ἀλλ., καθιστῶ, εὐδαίμονα πόλιν ἀπ. Νόμ. 683Β· τόν τε πολιτικὸν ἀπ. καὶ τὸν φιλόσοφον Πολιτικ. 257Α· ἡ τέχνη ἐπιτελεῖ, ἃ ἡ φύσις ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 8. 2) ἐπὶ ζῳγράφου, ἀποτελειώνω διὰ χρωμάτων, παριστάνωἐκφράζω τελείως, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ὑπογράψαι (σχεδιάσαι ἢ σκιαγραφῆσαι), Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 504D: ἐν γένει, κάμνω, σχηματίζω, προξενῶ, ὁ αὐτ. Φίλ. 24C, κτλ. 3) ἐκτελῶ, ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀπεργάζεσθαι τοῦτο Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5. ΙΙ. προξενῶ, παράγω, δόξαν ψευδῆ Πλάτ. Φίλ. 40D· νίκην ὁ αὐτ. Νόμ. 647Β· πανουργίαν ἀντὶ σοφίας αὐτόθι 747C· ὀσμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 327, κτλ. ΙΙΙ. μετὰ διπλῆς αἰτ. καθιστῶ, ἀγαθὸν ἀπ. τινα Ξεν. Συμπ. 8. 35· τοὺς παῖδας ἀπ. δειλοτέρους Πλάτ. Πολ. 381Ε, πρβλ. Πολιτικ. 287Α, κ. ἀλλ.: ― οὕτω καὶ ὁ πρκμ. μετὰ παθ. σημασ. ἀπειργασμένος τύραννος, τέλειος, εἰς τὴν ἐντέλειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 566Α· τέχνη ἀπειργασμένη ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Α· ἀνὴρ ἀπ. καλὸς κἀγαθὸς Ξεν. Οἰκ. 11. 3. 2) μεταβάλλω τι εἰς ἕτερον, ἀπ. ὕδωρ γῆν, πῦρ ἀέρα, μεταβάλλω τὴν γῆν εἰς ὕδωρ, τὸν ἀέρα εἰς πῦρ, Πλάτ. Τίμ. 61Β. 3) ἀπ. τινά τι, κάμνω τι εἴς τινα, ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Λ. πρβλ. Ἀντεραστ. 135C.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπεργάσομαι, ao. ἀπειργασάμην, pf. ἀπείργασμαι;
I. 1 achever une tâche;
2 achever, accomplir, travailler, exécuter, construire ; produire, acc. : ἀγαθὸν ἀπ. τινα XÉN rendre qqn bon;
II. Pass. être porté à sa perfection ; ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλός τε κἀγαθός XÉN homme accompli et parfait.
Étymologie: ἀπό, ἐργάζομαι.