ἀντίπρῳρος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίπρῳρος''': -ον, ([[πρῷρα]]) ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ἐστραμμένην [[πρός]] τινα, ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Ἡρόδ. 8.11· τοὺς... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις... κλῄσειν Θουκ. 4. 8· [ταῖς ναυσὶ] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι, νὰ μὴ ἐφορμῶσι μὲ πρῷραν [[ἐναντίον]] πρῴρας, ὁ αὐτ. 7. 36· τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι [[αὐτόθι]]· ἀντ. ἐμβάλλεσθαι [[αὐτόθι]] 34· τῶν πολεμίων ἀντιπρῴρων... ἐφορμούντων ὁ αὐτ. 8. 75· ἀντ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· τὸ [[στράτευμα]] ἀντ. [[ὥσπερ]] τριήρη προσῆγε [[αὐτόθι]] 7. 5, 23. 2) ὡς τὸ [[ἀντιπρόσωπος]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], τάδ’ ἀντίπρῳρα... βλέπειν πάρεστ’ Σοφ. Τρ. 223· κατ’ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων, [[ἔμπροσθεν]] αὐτῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 136· ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Πλούτ. παρὰ Στοβ. 175. 49· κατὰ κεφαλῆς, [[κατωκάρα]], «[[κατακέφαλα]]», πίπτειν Χρησ. Σιβυλλ. 8. 190. | |lstext='''ἀντίπρῳρος''': -ον, ([[πρῷρα]]) ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ἐστραμμένην [[πρός]] τινα, ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Ἡρόδ. 8.11· τοὺς... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις... κλῄσειν Θουκ. 4. 8· [ταῖς ναυσὶ] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι, νὰ μὴ ἐφορμῶσι μὲ πρῷραν [[ἐναντίον]] πρῴρας, ὁ αὐτ. 7. 36· τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι [[αὐτόθι]]· ἀντ. ἐμβάλλεσθαι [[αὐτόθι]] 34· τῶν πολεμίων ἀντιπρῴρων... ἐφορμούντων ὁ αὐτ. 8. 75· ἀντ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· τὸ [[στράτευμα]] ἀντ. [[ὥσπερ]] τριήρη προσῆγε [[αὐτόθι]] 7. 5, 23. 2) ὡς τὸ [[ἀντιπρόσωπος]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], τάδ’ ἀντίπρῳρα... βλέπειν πάρεστ’ Σοφ. Τρ. 223· κατ’ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων, [[ἔμπροσθεν]] αὐτῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 136· ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Πλούτ. παρὰ Στοβ. 175. 49· κατὰ κεφαλῆς, [[κατωκάρα]], «[[κατακέφαλα]]», πίπτειν Χρησ. Σιβυλλ. 8. 190. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui présente la proue en avant;<br /><b>2</b> qui s’avance vers, <i>ou simpl.</i> qui regarde en face, face à face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πρῴρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with the prow towards, ἀ. τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις κλῄειν Th.4.8; [ἐμβολαῖς] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι not to charge prow to prow, Id.7.36; τὸ ἀ. ξυγκροῦσαι ibid.; ἀ. ἐμβάλλεσθαι ib.34; τῶν πολεμίων ἀ. ἐφορμούντων Id.8.75; of ships, ready for action, ib.53; ἀ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG6.2.28; τὸ στράτευμα ἀ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε ib.7.5.23. 2 face to face, τάδ' ἀντίπρῳρα . . βλέπειν πάρεστ' S.Tr.223 (lyr.); κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων in front of them, E.Rh.136 (lyr.); ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Plu. de Ira Fr.27B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ἐστραμμένην πρός τινα, ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Ἡρόδ. 8.11· τοὺς... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις... κλῄσειν Θουκ. 4. 8· [ταῖς ναυσὶ] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι, νὰ μὴ ἐφορμῶσι μὲ πρῷραν ἐναντίον πρῴρας, ὁ αὐτ. 7. 36· τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι αὐτόθι· ἀντ. ἐμβάλλεσθαι αὐτόθι 34· τῶν πολεμίων ἀντιπρῴρων... ἐφορμούντων ὁ αὐτ. 8. 75· ἀντ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· τὸ στράτευμα ἀντ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε αὐτόθι 7. 5, 23. 2) ὡς τὸ ἀντιπρόσωπος, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, τάδ’ ἀντίπρῳρα... βλέπειν πάρεστ’ Σοφ. Τρ. 223· κατ’ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων, ἔμπροσθεν αὐτῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 136· ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Πλούτ. παρὰ Στοβ. 175. 49· κατὰ κεφαλῆς, κατωκάρα, «κατακέφαλα», πίπτειν Χρησ. Σιβυλλ. 8. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui présente la proue en avant;
2 qui s’avance vers, ou simpl. qui regarde en face, face à face.
Étymologie: ἀντί, πρῴρα.