ἀσφόδελος: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσφόδελος''': ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», [[εἶδος]] φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ <br />Ἡμ. 41· «[[βοτάνη]] τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ [[ἀνθέρικος]] [[ἐδώδιμος]] σταθευόμενος καὶ τὸ [[σπέρμα]] φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ [[μάλιστα]] ἡ [[ῥίζα]] κοπτομένη [[μετὰ]] σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., [[ἀσφόδελος]] [[λειμών]], ὁ [[πλήρης]] ἀσφοδέλων [[λειμών]], [[ἔνθα]] ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· [[καθόλου]], λειμὼν [[πλήρης]] ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344. | |lstext='''ἀσφόδελος''': ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», [[εἶδος]] φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ <br />Ἡμ. 41· «[[βοτάνη]] τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ [[ἀνθέρικος]] [[ἐδώδιμος]] σταθευόμενος καὶ τὸ [[σπέρμα]] φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ [[μάλιστα]] ἡ [[ῥίζα]] κοπτομένη [[μετὰ]] σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., [[ἀσφόδελος]] [[λειμών]], ὁ [[πλήρης]] ἀσφοδέλων [[λειμών]], [[ἔνθα]] ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· [[καθόλου]], λειμὼν [[πλήρης]] ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />asphodèle, sorte de plante liliacée.<br />'''Étymologie:''' DELG très prob. emprunt d’origine inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A asphodel, Asphodelus ramosus, Hes.Op.41, Arist. HA627a8, Thphr.HP1.10.7,7.13.2, Crateuas Fr.5, Theoc.7.68, Dsc. 2.169, etc.; cf. σφοδελός. II oxyt., as Adj., ἀσφοδελὸς λειμών the asphodel mead which the shades of heroes haunted, Od.11.539, 24.13: generally, flowery mead, h.Merc.221, 344. (On the accent v. Hdn.Gr.1.160.)
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφόδελος: ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», εἶδος φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ
Ἡμ. 41· «βοτάνη τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ ἀνθέρικος ἐδώδιμος σταθευόμενος καὶ τὸ σπέρμα φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ μάλιστα ἡ ῥίζα κοπτομένη μετὰ σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., ἀσφόδελος λειμών, ὁ πλήρης ἀσφοδέλων λειμών, ἔνθα ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· καθόλου, λειμὼν πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
asphodèle, sorte de plante liliacée.
Étymologie: DELG très prob. emprunt d’origine inconnue.