ἀφορμή: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφορμή''': ἡ, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ὁρμητήριον]], Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ [[σημεῖον]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, [[ἀρχή]], [[αἰτία]], ἀφορμὴ ἢ [[πρόφασις]], ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ [[αἰτία]], ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ [[σιτηρέσιον]] τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν [[μέσον]] προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, [[πόρος]], κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ [[πόλις]] Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· [[πίστις]] ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ [[πίστις]] [[εἶναι]] τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη [[βοήθεια]] πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ [[ὁρμή]], [[ἔλλειψις]] ὁρμῆς, ἢ κλίσεως [[πρός]] τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁρμητικός]] ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12. | |lstext='''ἀφορμή''': ἡ, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ὁρμητήριον]], Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ [[σημεῖον]] ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, [[ἀρχή]], [[αἰτία]], ἀφορμὴ ἢ [[πρόφασις]], ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ [[αἰτία]], ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ [[σιτηρέσιον]] τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν [[μέσον]] προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, [[πόρος]], κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ [[πόλις]] Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· [[πίστις]] ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ [[πίστις]] [[εἶναι]] τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη [[βοήθεια]] πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ [[ὁρμή]], [[ἔλλειψις]] ὁρμῆς, ἢ κλίσεως [[πρός]] τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὁρμητικός]] ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />point de départ, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> base d’opérations militaires;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> cause, occasion, prétexte : [[λαβεῖν]] ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion <i>ou</i> un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion <i>ou</i> un prétexte;<br /><b>2</b> moyen d’entreprendre qch ; ressources ; <i>particul.</i> ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A starting-point, esp. in war, base of operations, ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Th.1.90, cf. Plb.1.41.6, etc.; place of safety, E.Med.342. 2 generally, starting-point, origin, occasion or pretext, ἀφορμαὶ λόγων Id.Hec.1239, Ph.199; ἀφορμὴν παρέχειν D.18.156; δεδωκέναι Id.21.98, cf. 2 Ep.Cor.5.12; λαβεῖν ἀ. Isoc.4.61, Ep.Rom.7.8; εὑρεῖν BGU615.6(ii A. D.), 923.22 (i/ii A. D.); ἵνα ἀ. γένοιτο τιμῆς Inscr.Prien.105.16 (i B. C.); ἀ. καὶ πρόφασις Plb. 2.52.3; occasion, origin of an illness, Hp.Epid.2.1.11, Sor.1.29; εἰδέ τις οἴεται μικρὰν ἀ. εἶναι σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις ὑπάρχειν a small inducement, D.4.29; τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀ. τοῦ κακὼς φρονεῖν Id.1.23; instigation, incitement, POxy.237 vii 21 (ii A. D.). 3 means with which one begins a thing, resources, ἀ. τοῦ βίου Lys.24.24; εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4; τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις; D.18.233; ἀφελεῖν τὴν ἀ. δι' ἣν ὑβρίζει Id.21.98; πίστις ἀ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν good faith is the best asset for business, Id.36.44, cf. 11.16; ἀ. ἐπί . . Id.3.33; esp. means of war, And.1.109; ἀ. εἰς ξένους χιλίους means for levying 1000 mercenaries, X.HG4.8.33; ἀ. ἔργων means for undertaking... Id.Mem.2.7.11, cf.3.5.11; πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39; πάντων ἀ. τῶν καλῶν Philem.110. 4 capital of a banker, etc., Lys.Fr.1.2, X.Mem.2.7.12, Lycurg.26,D.14.30,36.11; ἀφορμῆς δίκη suit for restitution of capital, Arg.D.36. 5 Rhet., food for argument, material, subject, ὑποθέσεις καὶ ἀφορμαὶ λόγων Luc.Rh.Pr.18, cf. Men.Rh.p.334S., Aps.p.264H. 6 aptitude, inclination, εἰς φιλανθρωπίαν Phld.Ir.p.53 W. (pl.). II Stoic term for repulsion (opp. ὁρμή), Chrysipp.Stoic.3.42, cf. 40, Simp. in Epict.p.22D. III release of water from sluice, PAmh.2.143.17 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 414] ἡ, der Ort, von dem man ausgeht, Ausgangspunkt, z. B. zu kriegerischen Unternehmungen, Thuc. 1, 90; Ursache, Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμὴν λαβόντες τὴν σωτηρίαν Isocr. 4, 61; τοῦ κακῶς φρονεῖν Dem. 1, 23; καὶ πρόφασις Pol. 2, 52, der das Wort sehr oft hat, z. B. ἀφορμὴν ἔχειν πρός τι, εἴς τι, 1, 88. 2, 7; ἀφορμὴν διδόναι τινὶ πρός τι 10, 33; λαβεῖν ἔκ τινος 3, 32; die Mittel zu einer Unternehmung, die in dem Terrain liegen, αἱ ἐκ τούτων τῶν τόπων Pol. 2, 17; die Geldmittel, δανείσασθαι ἐς ἔργων ἀφορμήν Xen. Mem. 2, 7, 11, Geld borgen, um eine Unternehmung zu beginnen; ἀφορμὴ εἰς ξένους τρισχιλίους, Mittel, um 8000 Söldner zu werben, Hell. 4, 8, 32; τοῖς παισὶν ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσι Mem. 3, 5, 11; ἀφορμαὶ παισίν, Auskommen für, Eur. Med. 342. So Dem. ἀφορμὴ αὐτοῦ ἀσθενεστέρα 14, 29; εἰ ἦν αὐτῷ ἰδία ἀφ. πρὸς τῇ τραπέζῃ, ein eigenes Kapital beim Wechsler, 36, 11; πίστις ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, der Kredit ist das beste Kapital, 36, 44. – Bei den Stoikern im Ggstz von ὁρμή, Abneigung, Abmahnung, Plut. de stoic. rep. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορμή: ἡ, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ὁρμητήριον, Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· ὡσαύτως, τόπος ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ σημεῖον ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἀρχή, αἰτία, ἀφορμὴ ἢ πρόφασις, ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ αἰτία, ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν μέσον προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, πόρος, κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· πίστις ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ πίστις εἶναι τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη βοήθεια πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ ὁρμή, ἔλλειψις ὁρμῆς, ἢ κλίσεως πρός τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁρμητικός ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
point de départ, d’où
I. base d’opérations militaires;
II. fig. 1 cause, occasion, prétexte : λαβεῖν ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion ou un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion ou un prétexte;
2 moyen d’entreprendre qch ; ressources ; particul. ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).
Étymologie: ἀπό, ὁρμή.