ἀφύη: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφύη''': [ῠ], ἡ, (ἀλλ.’ ἐν τῇ γεν. πληθ. ἀφύων, οὐχὶ ἀφυῶν, Α. Β. 473)· κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ σαρδέλλα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Yarrell καὶ Adams [[εἶναι]] διάφορόν τι [[εἶδος]], ἡ Motella glauca, κατὰ πρῶτον ἐν Ἐπιχ. 35 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, κτλ.· πρβλ. Ἀθήν. 586Β· πρβλ. [[ἀφρῖτις]] καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 54. | |lstext='''ἀφύη''': [ῠ], ἡ, (ἀλλ.’ ἐν τῇ γεν. πληθ. ἀφύων, οὐχὶ ἀφυῶν, Α. Β. 473)· κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ σαρδέλλα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Yarrell καὶ Adams [[εἶναι]] διάφορόν τι [[εἶδος]], ἡ Motella glauca, κατὰ πρῶτον ἐν Ἐπιχ. 35 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, κτλ.· πρβλ. Ἀθήν. 586Β· πρβλ. [[ἀφρῖτις]] καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />anchois <i>ou</i> sardine.<br />'''Étymologie:''' DELG on peut accepter l’étym. pop. ἀ priv., [[φύω]], car il ne s’agit pas d’un poisson précis, mais de la friture, de petits poissons « qui n’ont pas poussé ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ (gen. pl. ἀφύων, not ἀφυῶν, Hdn.Gr.1.425.13),
A small fry of various fishes (cf. ἀφρός III), Epich.60,89,124, Ar.Ach.640, Hices. ap. Ath.7.285b; = μεμβράς, Hsch.; nickname of ἑταίρα, Ath. 13.586b: prov., ἀφύα πῦρ or εἶδε πῦρ ἀ. 'no sooner said than done', Zen.2.32, Eust.1150.40.—Not used in sg. by Att., acc. to Hsch. s.v. ἀφύων τιμή.
German (Pape)
[Seite 415] ἡ, gew. im plur., nach B. A. p. 473 gen. ἀφύων; Sardelle, ἰχθύδιον φαῦλον καὶ λυπρὸν, ἀργυρίζον τῇ χροίᾳ B. A. p. 472; nach Ath. XIII, 586 b λευκαὶ, λεπταὶ, τοὺς ὀφθαλμοὺς μεγάλους ἔχουσι; eigtl. von ἀφύω. weil man sie aus dem Schlamm entstanden wähnte, Ael. H. A. 2, 22, od. nach Anderen aus Schaum (ἀφρός).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύη: [ῠ], ἡ, (ἀλλ.’ ἐν τῇ γεν. πληθ. ἀφύων, οὐχὶ ἀφυῶν, Α. Β. 473)· κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ σαρδέλλα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Yarrell καὶ Adams εἶναι διάφορόν τι εἶδος, ἡ Motella glauca, κατὰ πρῶτον ἐν Ἐπιχ. 35 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, κτλ.· πρβλ. Ἀθήν. 586Β· πρβλ. ἀφρῖτις καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 54.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
anchois ou sardine.
Étymologie: DELG on peut accepter l’étym. pop. ἀ priv., φύω, car il ne s’agit pas d’un poisson précis, mais de la friture, de petits poissons « qui n’ont pas poussé ».