βλαστός: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλαστός''': ὁ, ([[βλαστάνω]]) βλαστάρι, κλωνάρι, Λατ. germen, Ἡροδ. 6. 37., 8. 55, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 8, κ. ἀλλ.· ὁ τοῦ βλαστοῦ [[καιρός]], δηλ. τὸ ἔαρ, Διόδ. 17. 82· ― [[ὡσαύτως]] βλαστόν, τό, Νίκ. Ἀποσπ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ὁ [[γόνος]], τὸ [[σπέρμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γ.1. 23, 2., 2. 4, 32· [[τέκνον]], γέννημα, Σοφ. Ἀποσπ. 314, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2258.
|lstext='''βλαστός''': ὁ, ([[βλαστάνω]]) βλαστάρι, κλωνάρι, Λατ. germen, Ἡροδ. 6. 37., 8. 55, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 8, κ. ἀλλ.· ὁ τοῦ βλαστοῦ [[καιρός]], δηλ. τὸ ἔαρ, Διόδ. 17. 82· ― [[ὡσαύτως]] βλαστόν, τό, Νίκ. Ἀποσπ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ὁ [[γόνος]], τὸ [[σπέρμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γ.1. 23, 2., 2. 4, 32· [[τέκνον]], γέννημα, Σοφ. Ἀποσπ. 314, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2258.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jeune pousse, bourgeon.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βλαστάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστός Medium diacritics: βλαστός Low diacritics: βλαστός Capitals: ΒΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: blastós Transliteration B: blastos Transliteration C: vlastos Beta Code: blasto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A shoot, Hdt.6.37, 8.55, Thphr.HP3.6.3. Arist.Col.795a4, GA731a9, POxy.1692.20; bud, Thphr.HP1.8.4, CP1.11.4; embryo, germ, Id.HP8.2.2; ὁ τοῦ β. καιρός, i. e. Spring, D.S.17.82.    2 blossom, β. κρίνου LXX 3 Ki.7.24.    II offsprmg, S.Fr.341, Epigr.Gr.224 (Samos).

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, Keim, Trieb, junges Blatt und Zweig, Schuß, Her. 6, 37. 8, 55; Arist. u. Sp., z. B. Plut. Rom. 20 βλαστοὺς ἀνῆκε γῆ. Uebertr. Sohn, Soph. frg. 314; Ap. Rh. 5, 1371; – ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, die Zeit des Keimens, D. Sic. 17, 82.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστός: ὁ, (βλαστάνω) βλαστάρι, κλωνάρι, Λατ. germen, Ἡροδ. 6. 37., 8. 55, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 8, κ. ἀλλ.· ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, δηλ. τὸ ἔαρ, Διόδ. 17. 82· ― ὡσαύτως βλαστόν, τό, Νίκ. Ἀποσπ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ὁ γόνος, τὸ σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γ.1. 23, 2., 2. 4, 32· τέκνον, γέννημα, Σοφ. Ἀποσπ. 314, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2258.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jeune pousse, bourgeon.
Étymologie: cf. βλαστάνω.