διάμετρος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάμετρος''': (ἐνν. [[γραμμή]]), ἡ, ἡ [[διάμετρος]] ἢ [[διαγώνιος]] παραλληλογράμμου, Πλάτ. Μένωνι 85Β κ. ἀλλ.˙ κατὰ δ. ξυντίθεσθαι, διὰ διαμέτρου ἑνοῦμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 54Ε˙ [[οὕτως]], ἡ κατὰ [[διάμετρον]] [[σύζευξις]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 8˙ τὰ κατὰ δ. ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 8, 11˙ κεῖσθαι κατὰ δ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 5 κ. ἀλλ.˙ κατὰ [[διάμετρον]] κινεῖσθαι, ἐπὶ τετραπόδων, ἅτινα κινοῦσι τοὺς πόδας αὐτῶν [[σταυροειδῶς]], [[οἷον]] οἱ ἵπποι τριποδίζοντες (ἀντίθ. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι, [[ὅταν]] οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν πόδες κινῶνται [[ὁμοῦ]]), Ἀριστ. π. Ζ. πορ. 1. 5., 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 43Α˙ ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι Λουκ. Κατάπλ. 14. 2) [[διάμετρος]] κύκλου, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 4, 3 κ. ἀλλ.˙ ὁ [[ἄξων]] σφαίρας, ὁ αὐτ. π. Ζῴων Κιν. 3, 4, κτλ. ΙΙ. κανὼν πρὸς διαγραφὴν τῆς διαμέτρου, Ἀριστοφ. Βατρ. 801. | |lstext='''διάμετρος''': (ἐνν. [[γραμμή]]), ἡ, ἡ [[διάμετρος]] ἢ [[διαγώνιος]] παραλληλογράμμου, Πλάτ. Μένωνι 85Β κ. ἀλλ.˙ κατὰ δ. ξυντίθεσθαι, διὰ διαμέτρου ἑνοῦμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 54Ε˙ [[οὕτως]], ἡ κατὰ [[διάμετρον]] [[σύζευξις]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 8˙ τὰ κατὰ δ. ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 8, 11˙ κεῖσθαι κατὰ δ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 5 κ. ἀλλ.˙ κατὰ [[διάμετρον]] κινεῖσθαι, ἐπὶ τετραπόδων, ἅτινα κινοῦσι τοὺς πόδας αὐτῶν [[σταυροειδῶς]], [[οἷον]] οἱ ἵπποι τριποδίζοντες (ἀντίθ. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι, [[ὅταν]] οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν πόδες κινῶνται [[ὁμοῦ]]), Ἀριστ. π. Ζ. πορ. 1. 5., 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 43Α˙ ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι Λουκ. Κατάπλ. 14. 2) [[διάμετρος]] κύκλου, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 4, 3 κ. ἀλλ.˙ ὁ [[ἄξων]] σφαίρας, ὁ αὐτ. π. Ζῴων Κιν. 3, 4, κτλ. ΙΙ. κανὼν πρὸς διαγραφὴν τῆς διαμέτρου, Ἀριστοφ. Βατρ. 801. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γραμμή]];<br />diagonale d’un parallélogramme ; κατὰ [[διάμετρον]] PLAT en diagonale ; [[ἐκ]] διαμέτρου LUC dans une direction diamétralement opposée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A diametrical: Astrol., diametrically opposed, Ptol.Tetr.115, Man.1.89. II Subst. δ. (sc. γραμμή), ἡ, diagonal of a parallelogram, Pl.Men.85b,al.; κατὰ δ. συντίθεσθαι, of triangles, by the hypotenuses, Id.Ti.54d; diameter of a circle, Arist.Cael.271a12, etc.; axis of a sphere, Id.MA699a29; diameter of other curves, Apollon.Perg.Con.1Def.1; axis of a conic, Archim.Aequil.2.10; ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις, of circles, Arist.EN1133a6; τὰ κατὰ δ. Id.Cael.277a24; κεῖσθαι κατὰ δ. Id.Mete.363a34, al.; κατὰ δ. κινεῖσθαι, of quadrupeds, which move the legs cross-corner-wise, as horses when trotting (opp. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι ambling, in which the legs on either side move together), Id.HA490b4, IA712a25, cf. Plu. 2.43a; ἐκ διαμέτρου ἀντικείμενος, of planets, in opposition, PMag. Par.1.2221; ἐκ διαμέτρου ἡμῖν οἱ βίοι Luc.Cat.14. 2 prob. mitre-square, Ar.Ra.801.
Greek (Liddell-Scott)
διάμετρος: (ἐνν. γραμμή), ἡ, ἡ διάμετρος ἢ διαγώνιος παραλληλογράμμου, Πλάτ. Μένωνι 85Β κ. ἀλλ.˙ κατὰ δ. ξυντίθεσθαι, διὰ διαμέτρου ἑνοῦμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 54Ε˙ οὕτως, ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 8˙ τὰ κατὰ δ. ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 8, 11˙ κεῖσθαι κατὰ δ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 5 κ. ἀλλ.˙ κατὰ διάμετρον κινεῖσθαι, ἐπὶ τετραπόδων, ἅτινα κινοῦσι τοὺς πόδας αὐτῶν σταυροειδῶς, οἷον οἱ ἵπποι τριποδίζοντες (ἀντίθ. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι, ὅταν οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν πόδες κινῶνται ὁμοῦ), Ἀριστ. π. Ζ. πορ. 1. 5., 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 43Α˙ ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι Λουκ. Κατάπλ. 14. 2) διάμετρος κύκλου, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 4, 3 κ. ἀλλ.˙ ὁ ἄξων σφαίρας, ὁ αὐτ. π. Ζῴων Κιν. 3, 4, κτλ. ΙΙ. κανὼν πρὸς διαγραφὴν τῆς διαμέτρου, Ἀριστοφ. Βατρ. 801.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. γραμμή;
diagonale d’un parallélogramme ; κατὰ διάμετρον PLAT en diagonale ; ἐκ διαμέτρου LUC dans une direction diamétralement opposée.
Étymologie: διά, μέτρον.