διεκπεράω: Difference between revisions
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκπεράω''': μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, [[διέρχομαι]] ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ [[διαχωρέω]], Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ. | |lstext='''διεκπεράω''': μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, [[διέρχομαι]] ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ [[διαχωρέω]], Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> διεξεπέρησα;<br /><b>1</b> passer au-delà, traverser (un fleuve, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> passer le long de, dédaigner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπεράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A pass out through, c. acc., τὰς Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.152; δ. τὴν ἄνυδρον pass quite through it, Id.3.4; τὸν ποταμόν Id.5.52; βίον E.Supp.954; traverse, ἀταρπόν Orac. ap. Jul.Ep.89b. 2 abs., δ. ἐς χθόνα A. Pers.485; of food, like διαχωρέω, Pl.Ti.73a. II pass by, overlook, Ar.Pl.283, v. Sch.
German (Pape)
[Seite 618] (s. περάω), 1) ganz hindurchgehen; τὴν ἄνυδρον Her. 3, 4; τὸν ποταμόν, übersetzen, 5, 52; Ἡρακλέας στήλας, d. i. darüber hinausgehen, 4, 152; εἰς χθόνα Aesch. Pers. 485; übertr., βίον Eur. Suppl. 978; absol., von der Nahrung, Plat. Tim. 73 a; διὰ μέσου τῶν πολεμίων D. Sic. 12, 43. – 2) übergehen, außer Acht lassen, Ar. Plut. 283.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεράω: μέλλ. -ήσω καὶ -άσω, διαπερῶ ἐντελῶς, μετ’ αἰτ., τὰς Ἡρακλέας στήλας Ἡρόδ. 4. 152˙ δ. τὴν ἄνυδρον, διέρχομαι ἐντελῶς δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 3. 4˙ τὸν ποταμὸν ὁ αὐτ. 5. 52˙ βίον Εὐρ. Ἱκέτ. 954. 2) ἀπόλ., δ. ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 485˙ ἐπὶ τροφῆς, ὡς τὸ διαχωρέω, Πλάτ. Τιμ. 73Α. ΙΙ. παρέρχομαι, παραβλέπω, Ἀριστοφ. Πλ. 283, ἴδε Σχόλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. διεξεπέρησα;
1 passer au-delà, traverser (un fleuve, etc.) acc.;
2 passer le long de, dédaigner.
Étymologie: διά, ἐκπεράω.