διφρεύω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφρεύω''': ([[δίφρος]]) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., [[διατρέχω]] ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον [[πέλαγος]] [[αὐτόθι]] 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.
|lstext='''διφρεύω''': ([[δίφρος]]) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., [[διατρέχω]] ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον [[πέλαγος]] [[αὐτόθι]] 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire un char;<br /><b>2</b> parcourir sur un char, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρεύω Medium diacritics: διφρεύω Low diacritics: διφρεύω Capitals: ΔΙΦΡΕΥΩ
Transliteration A: diphreúō Transliteration B: diphreuō Transliteration C: difreyo Beta Code: difreu/w

English (LSJ)

   A drive a chariot, E.Andr.108 (eleg.), Heraclit.Incred.22.    2 c.acc., drive over, δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr.1010 (lyr.); νὺξ . . νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr.114.    3 c. acc. cogn., αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος . . κατ' αἰθέρα Id.Supp.991 (lyr.); ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33.    4 = διακαθίζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] auf dem Wagen fahren, Eur. Andr. 108 u. öfter. Auch trans., befahren, αἰθέρος νῶτα Ar. Thesm. 1067, parodirt aus Eur., der τίν' αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος sagt, Suppl. 991; vgl. Archestr. bei Ath. VII, 326 b.

Greek (Liddell-Scott)

διφρεύω: (δίφρος) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., διατρέχω ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον πέλαγος αὐτόθι 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.

French (Bailly abrégé)

1 conduire un char;
2 parcourir sur un char, acc..
Étymologie: δίφρος.