Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσπέμφελος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπέμφελος''': -ον, ἐν Ἰλ. Π. 748,ὁ Κεβριόνης παραβάλλεται πρὸς δύτην, [[ὅστις]] πηδᾷ εἰς τὴν θάλασσαν , εἰ καὶ δυσπέμφελοςεἴη, ἔτι καὶ ἂν εἶνε ἀγρία καὶ τρικυμιώδης· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 440, ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται· [[ὡσαύτως]], ναυτιλίη δ., τρικυμιώδης, ἐπικίνδυνος [[πλοῦς]], [[ταξείδιον]], ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616· αὔρη Νόνν. Δ. 2. 550·- μεταφ. ὡς τὸ [[δύσκολος]], [[τραχύς]], ἀγροῖκος, Ἡσ. Ἔργ. 721. (Ἡ [[σημασία]] εἶνε φανερά· πιθανῶς λοιπόν ἡ [[ῥίζα]] νὰ εἶνε ἡ αὐτὴ καὶ τῆς λέξεως [[πέμφιξ]]) .
|lstext='''δυσπέμφελος''': -ον, ἐν Ἰλ. Π. 748,ὁ Κεβριόνης παραβάλλεται πρὸς δύτην, [[ὅστις]] πηδᾷ εἰς τὴν θάλασσαν , εἰ καὶ δυσπέμφελοςεἴη, ἔτι καὶ ἂν εἶνε ἀγρία καὶ τρικυμιώδης· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θ. 440, ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται· [[ὡσαύτως]], ναυτιλίη δ., τρικυμιώδης, ἐπικίνδυνος [[πλοῦς]], [[ταξείδιον]], ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616· αὔρη Νόνν. Δ. 2. 550·- μεταφ. ὡς τὸ [[δύσκολος]], [[τραχύς]], ἀγροῖκος, Ἡσ. Ἔργ. 721. (Ἡ [[σημασία]] εἶνε φανερά· πιθανῶς λοιπόν ἡ [[ῥίζα]] νὰ εἶνε ἡ αὐτὴ καὶ τῆς λέξεως [[πέμφιξ]]) .
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une traversée difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πέμπω]] ; sel. d’autres, δυσ-, et R. Φελ = Φλε être gonflé, avec redoubl. et nasal. πεμ-φελ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπέμφελος Medium diacritics: δυσπέμφελος Low diacritics: δυσπέμφελος Capitals: ΔΥΣΠΕΜΦΕΛΟΣ
Transliteration A: dyspémphelos Transliteration B: dyspemphelos Transliteration C: dyspemfelos Beta Code: duspe/mfelos

English (LSJ)

ον,

   A rough and stormy, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη (sc. πόντος) Il.16.748: as a general epith. of the sea, οἳγλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται Hes.Th.440; ναυτιλίη δ. stormy passage, Id.Op.618; αὔρη Nonn.D.2.550: metaph., rude, uncourteous, Hes.Op.722; δ. εὐνή, of a wife, Max.88.

German (Pape)

[Seite 686] schwierig; vielleicht von πέμπω, eigentlich = schwer zu beschicken, zu besorgen; oder verwandt mit πέμφιξ, πεμφίς, πομφός, eigentlich = bewölkt, stürmisch. Homer einmal, Iliad. 16, 748 εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο, πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν, νηὸς ἀποθρώσκων, εἰ καὶ δυσπἐμφελος εἴη, auch wenn etwa das Meer schwierig, d. h. unfreundlich, stürmisch ist, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει εἰ καὶ δυσπέμφελοι εἶεν, ὥστε ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν εἶναι, οἷον εἰ καὶ δυσάρεστοι εἶεν οἱ συνεσθίοντες, ὡς καὶ Ἡσίοδος (O. 722) »πολυξείνου δαιτὸς δυσπέμφελος εἶναι« βέλτιον δὲ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἰ καὶ δυσχείμερος εἴη καὶ τραχεῖα· τὴν γὰρ τοῦ κολυμβητοῦ ἐντρέχειαν ἀντιπαρατίθησι τῷ ἀπὸ τοῦ δίφρου κεκυβιστηκότι. καὶ Ἡσίοδος δὲ (Th. 410) ἐπὶ τῆς θαλάσσης τέταχε, »καί τοῖς οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται«. Vgl Apoll. Lex. Hom. p 60, 25 Δυσπέμφελος· ὁ δυσάρεστος. Außer den von Aristonicus angeführten Stellen findet sich das Wort bei Hesiod. noch O. 618 εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ – Herodie. ep. (App. 35) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπέμφελος: -ον, ἐν Ἰλ. Π. 748,ὁ Κεβριόνης παραβάλλεται πρὸς δύτην, ὅστις πηδᾷ εἰς τὴν θάλασσαν , εἰ καὶ δυσπέμφελοςεἴη, ἔτι καὶ ἂν εἶνε ἀγρία καὶ τρικυμιώδης· οὕτως ἐν Ἡσ. Θ. 440, ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται· ὡσαύτως, ναυτιλίη δ., τρικυμιώδης, ἐπικίνδυνος πλοῦς, ταξείδιον, ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616· αὔρη Νόνν. Δ. 2. 550·- μεταφ. ὡς τὸ δύσκολος, τραχύς, ἀγροῖκος, Ἡσ. Ἔργ. 721. (Ἡ σημασία εἶνε φανερά· πιθανῶς λοιπόν ἡ ῥίζα νὰ εἶνε ἡ αὐτὴ καὶ τῆς λέξεως πέμφιξ) .

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une traversée difficile.
Étymologie: δυσ-, πέμπω ; sel. d’autres, δυσ-, et R. Φελ = Φλε être gonflé, avec redoubl. et nasal. πεμ-φελ.