ἐγκαταλέγω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαταλέγω''': μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. [[λέγω]] ΙΙ, [[λογάς]], [[λογάδην]]). 2) ὑπολογίζω, [[συγκαταλέγω]], Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., [[κεῖμαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431. | |lstext='''ἐγκαταλέγω''': μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. [[λέγω]] ΙΙ, [[λογάς]], [[λογάδην]]). 2) ὑπολογίζω, [[συγκαταλέγω]], Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., [[κεῖμαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> assembler l’un sur l’autre, amonceler;<br /><b>2</b> inscrire, enrôler parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A build in, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν were built into the wall, Th. 1.93. 2 count or reckon among, Luc.Par.3; τινὰς εἰς τοὺς Εὐπατρίδας, = Lat. adlegere inter patricios, D.C.43.47; enlist soldiers, AP 11.265 (Lucill.). II Pass., lie in or on, Ep. aor. ἐγκατέλεκτο A.R. 4.431.
German (Pape)
[Seite 705] mit hinein, dazu lesen, sammeln; πολλαὶ στῆλαι καὶ λίθοι ἐγκατελέγησαν, zum Mauerbau, Thuc. 1, 93; dazu zahlen, rechnen, ταύτην ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc. Parasit. 3; Sp.; εἴς τινας, D. Cass. 43, 47; werben, ausheben, Ep. ad. (XI, 265); – aor. syncop. ἐγκατέλεκτο, lag darauf, Ap. Rh. 4, 431.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλέγω: μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. λέγω ΙΙ, λογάς, λογάδην). 2) ὑπολογίζω, συγκαταλέγω, Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., κεῖμαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431.
French (Bailly abrégé)
1 assembler l’un sur l’autre, amonceler;
2 inscrire, enrôler parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, καταλέγω.