ἐκροή: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκροή''': ἡ, ([[ἐκρέω]]) = [[ἔκροος]] Ι, Πλάτ. Γοργ. 494C. κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[ἔκροος]] ΙΙ, Ἱππ. 1004Η, Πλάτ. Φαίδων 112D, κ. ἀλλ.· περὶ τὰς ἐκροάς, τὰ μέρη [[ἔνθα]] γίνονται αἱ ἐκροαὶ ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 42.
|lstext='''ἐκροή''': ἡ, ([[ἐκρέω]]) = [[ἔκροος]] Ι, Πλάτ. Γοργ. 494C. κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[ἔκροος]] ΙΙ, Ἱππ. 1004Η, Πλάτ. Φαίδων 112D, κ. ἀλλ.· περὶ τὰς ἐκροάς, τὰ μέρη [[ἔνθα]] γίνονται αἱ ἐκροαὶ ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 42.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> écoulement;<br /><b>2</b> cours, courant (d’un fleuve).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκροή Medium diacritics: ἐκροή Low diacritics: εκροή Capitals: ΕΚΡΟΗ
Transliteration A: ekroḗ Transliteration B: ekroē Transliteration C: ekroi Beta Code: e)kroh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐκρέω)=ἔκροος I, Pherecyd.Syr.7, Pl.Grg.494b (pl.), Jul.Or.2.64d.    II = ἔκροος II, Hp.Epid.2.1.7(pl.), Arist.Mete.356a10, Pl.Phd.112d, al.; περὶ τὰς ἐκροάς the places of efflux, in the human body, Arist.PA688b28.

German (Pape)

[Seite 778] ἡ, der Ausfluß, wie ἔκροος, Plat. Gorg. 494 b; Arist. mund. 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκροή: ἡ, (ἐκρέω) = ἔκροος Ι, Πλάτ. Γοργ. 494C. κ. ἀλλ. ΙΙ. = ἔκροος ΙΙ, Ἱππ. 1004Η, Πλάτ. Φαίδων 112D, κ. ἀλλ.· περὶ τὰς ἐκροάς, τὰ μέρη ἔνθα γίνονται αἱ ἐκροαὶ ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 42.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 écoulement;
2 cours, courant (d’un fleuve).
Étymologie: ἐκρέω.