εἰσβολή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσβολή''': ἡ, ([[εἰσβάλλω]] ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, [[εἰσβολή]], εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς [[Σάρδεις]] ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, [[προσβολή]], Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. [[ἐκβολή]]. 3) [[εἴσοδος]] εἴς τι [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε, [[ἀρχή]], καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· [[προοίμιον]], [[πρόλογος]] δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.
|lstext='''εἰσβολή''': ἡ, ([[εἰσβάλλω]] ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, [[εἰσβολή]], εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς [[Σάρδεις]] ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, [[προσβολή]], Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. [[ἐκβολή]]. 3) [[εἴσοδος]] εἴς τι [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε, [[ἀρχή]], καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· [[προοίμιον]], [[πρόλογος]] δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσβολή]];<br /><b>1</b> invasion, attaque;<br /><b>2</b> entrée ; passage ; <i>particul.</i> embouchure d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβολή Medium diacritics: εἰσβολή Low diacritics: εισβολή Capitals: ΕΙΣΒΟΛΗ
Transliteration A: eisbolḗ Transliteration B: eisbolē Transliteration C: eisvoli Beta Code: ei)sbolh/

English (LSJ)

ἡ, (εἰσβάλλω II)

   A inroad, invasion, Hdt.6.92, E.Ion722 (lyr.), etc.; ποταμῶν Plb.4.40.9; διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1; ἐ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31 codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.    2 entrance, pass, ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75; ἡ ἐ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112; Συμπληγάδων ἐ. E.Med.1264(lyr.): pl., of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.    b pl., mouth of a river, v.l. for ἐκβ. in Hdt.7.182.    3 entering upon a thing, beginning, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92; ἐ. στεναγμάτων Id.Ion677(lyr.); σοφισμάτων Ar.Ra.1104; κανόνων ib.956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, der Einfall, Angriff; Eur. Ion 722; Her. 6, 92; ἐς χώρην 7, 1; Thuc. oft u. A. Vom Fieber, Anfall, Medic. – Der Eingang, Zugang, Paß; ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Her. 2, 75; von den Thermopylen 7, 207; Xen. An. 1, 2, 21 u. A. – Einfluß oder Mündung eines Flusses, Her. 7, 182; Pol. 4, 40, 9. – Eingang einer Rede oder Schrift, Rhett. Aehnl. Ar. εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χ' ἅτεραι σοφισμάτων Ran. 1104; Eur. Suppl. 103 Ion 677; Antiphan. Ath. 6, 223 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβολή: ἡ, (εἰσβάλλω ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, εἰσβολή, εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς Σάρδεις ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, προσβολή, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) εἴσοδος, διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ πεδίον Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ δίοδος, ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - οὕτως ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τὸ στόμιον ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. ἐκβολή. 3) εἴσοδος εἴς τι πρᾶγμα οἱονδήποτε, ἀρχή, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· προοίμιον, πρόλογος δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et anc. att. ἐσβολή;
1 invasion, attaque;
2 entrée ; passage ; particul. embouchure d’un fleuve.
Étymologie: εἰς, βάλλω.