ἐμπορία: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[ἔμπορος]]) (κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 3, τριῶν εἰδῶν, [[ναυκληρία]], [[φορτηγία]], [[παράστασις]]), τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἀσχολίας τοῦ ἐμπόρου, [[ἐμπόριον]] ἐν γένει καὶ ἰδίως τὸ διὰ θαλάσσης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν καπηλείαν (πρβλ. [[ἔμπορος]]), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644, Θέογν. 1168, Σιμωνίδ. 127, κτλ.˙ ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 15Α˙ ἐμπορίας οὐκ οὔσης Θουκ. 1. 2˙ ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γένηται Πλάτ. Νόμ. 371Α˙ κατ’ ἐμπορίην, Ἀττ. -ίαν, [[χάριν]] ἐμπορίου, Ἡρόδ. 3. 139, Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 359Α˙ ἐμπορίας [[ἕνεκα]] Θουκ. 1. 7, πρβλ. 6. 7˙ πρὸς ἐμπορίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 718: - ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας [[αὐτόθι]] 594˙ περὶ τὰς ἐμπ. διατρίβειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. Δημ. 1285. 9. 2) [[ἐπάγγελμα]], [[ἐργασία]], Ἀνθ. Π. 6. 63, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 5. ΙΙ. ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 3, 2 (πρβλ. [[ἐμπόριον]] ΙΙ), Ἀνθ. Π. 7. 500˙ [[αὐτοῦ]] τὴν ἐμπ. ἔφασκεν [[εἶναι]] Λυσ. 908. 10˙ ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ, ἥν ἦγεν ἐν τῇ... νηῒ παρὰ Δημ. 930. 21. | |lstext='''ἐμπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[ἔμπορος]]) (κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 3, τριῶν εἰδῶν, [[ναυκληρία]], [[φορτηγία]], [[παράστασις]]), τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἀσχολίας τοῦ ἐμπόρου, [[ἐμπόριον]] ἐν γένει καὶ ἰδίως τὸ διὰ θαλάσσης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν καπηλείαν (πρβλ. [[ἔμπορος]]), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644, Θέογν. 1168, Σιμωνίδ. 127, κτλ.˙ ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 15Α˙ ἐμπορίας οὐκ οὔσης Θουκ. 1. 2˙ ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γένηται Πλάτ. Νόμ. 371Α˙ κατ’ ἐμπορίην, Ἀττ. -ίαν, [[χάριν]] ἐμπορίου, Ἡρόδ. 3. 139, Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 359Α˙ ἐμπορίας [[ἕνεκα]] Θουκ. 1. 7, πρβλ. 6. 7˙ πρὸς ἐμπορίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 718: - ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας [[αὐτόθι]] 594˙ περὶ τὰς ἐμπ. διατρίβειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. Δημ. 1285. 9. 2) [[ἐπάγγελμα]], [[ἐργασία]], Ἀνθ. Π. 6. 63, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 5. ΙΙ. ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 3, 2 (πρβλ. [[ἐμπόριον]] ΙΙ), Ἀνθ. Π. 7. 500˙ [[αὐτοῦ]] τὴν ἐμπ. ἔφασκεν [[εἶναι]] Λυσ. 908. 10˙ ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ, ἥν ἦγεν ἐν τῇ... νηῒ παρὰ Δημ. 930. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> commerce par mer ; commerce <i>en gén.</i><br /><b>2</b> marchandises.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (ἔμπορος)
A commerce (acc. to Arist.Pol.1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ἔμπορος 111), Hes.Op.646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1; ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2; ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R.371a; κατ' ἐμπορίην, Att. -ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or -κεν, Th.1.7, 6.2; πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av.718: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib.594 (anap.); περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol.1291a5, cf. D.56.8. 2 a trade or business, AP6.63.8 (Damoch.), Ev.Matt. 22.5. 3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10. II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.); αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ . . νηΐ Test. ap. D.35.23.
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, Reise, Seefahrt in Handelsgeschäften; Hes. O. 644; εἰς Αἴγυπτον ἀπίκοντο κατ' ἐμπορίην Her. 3, 139. Uebh. Handel, bes. Großhandel, Thuc. 1, 2. 6, 2 Ar. Av. 718; ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γίγνηται Plat. Rep. II, 371 a; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι, Handel treiben, Isocr. 2, 1; Geschäft übh., Sp. – Handelswaare, Xen. Vect. 3, 2 Dem. 35, 23 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἔμπορος) (κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 3, τριῶν εἰδῶν, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις), τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς ἀσχολίας τοῦ ἐμπόρου, ἐμπόριον ἐν γένει καὶ ἰδίως τὸ διὰ θαλάσσης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν καπηλείαν (πρβλ. ἔμπορος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 644, Θέογν. 1168, Σιμωνίδ. 127, κτλ.˙ ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 15Α˙ ἐμπορίας οὐκ οὔσης Θουκ. 1. 2˙ ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπ. γένηται Πλάτ. Νόμ. 371Α˙ κατ’ ἐμπορίην, Ἀττ. -ίαν, χάριν ἐμπορίου, Ἡρόδ. 3. 139, Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 359Α˙ ἐμπορίας ἕνεκα Θουκ. 1. 7, πρβλ. 6. 7˙ πρὸς ἐμπορίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 718: - ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας αὐτόθι 594˙ περὶ τὰς ἐμπ. διατρίβειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. Δημ. 1285. 9. 2) ἐπάγγελμα, ἐργασία, Ἀνθ. Π. 6. 63, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 5. ΙΙ. ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 3, 2 (πρβλ. ἐμπόριον ΙΙ), Ἀνθ. Π. 7. 500˙ αὐτοῦ τὴν ἐμπ. ἔφασκεν εἶναι Λυσ. 908. 10˙ ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ, ἥν ἦγεν ἐν τῇ... νηῒ παρὰ Δημ. 930. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 commerce par mer ; commerce en gén.
2 marchandises.
Étymologie: ἔμπορος.