ἐξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελίσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, φέρ’, ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων ἴδω τί λέξαι [[δέλτος]] ἥδε μοι θέλει Εὐρ. Ἱππ. 864· μεταφ., [[ἀναπτύσσω]], [[ἑρμηνεύω]], Λατ. explicare, σὺ δ’ ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα; ὁ αὐτ. Ἱκ. 141· διηγοῦμαι, ἐν Ἴωνι 397: ― Παθ., ὁ... [[κύκλος]]... ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν, ἐκτυλίσσεται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματίσῃ ἴσην γραμμήν, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 1, πρβλ. Προβλ. 16. 6, 2. 2) ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, [[ἔνθα]] Νηρῄδων χοροὶ κάλλιστον [[ἴχνος]] ἐξελίσσουσι ποδὸς Εὐρ. Τρῳ. 3· ἐξελίσσειν τινὰ κύκλῳ, διώκειν τινὰ [[πέριξ]] τινὸς πράγματος, ὁ δ’ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 977· οἱ δὲ περὶ τὸν νομέα κύκλους ἀγερώχους ἐξελίττοντες, κάμνοντες γύρους, Ἡλιόδ. 5. 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 368Α· ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, τρέχων [[κάμνω]] ἑλιγμούς, αἰφνιδίως [[ἀλλάσσω]] δρόμον, ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ [[πρόσω]] Ἀρρ. Κυν. 17, 3· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., [[αὐτόθι]] 16, 3· ἢ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Αἰλ. π. Ζ. 13. 14· καὶ, ἐξ. ἑαυτόν, διαφεύγειν, [[αὐτόθι]] 16: ― ἀκολούθως, [[συχνάκις]] ἀμεταβ., περιστρέφομαι, ἐπὶ δεξιὰ ἐξελίττειν Πλουτ. Κάμιλλ. 5· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, τοὺς κόλπους ἐξελίσσων, ἀκολουθῶν τὰς καμπὰς τῶν κόλπων, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 84· ἐξ. τὴν τάφρον, στραφεὶς πρὸς τὴν τάφρον, Πλουτ. Πύρρ. 28. ΙΙ. ὡς στρατωτικὸς ὅρος = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, ἐκτείνων τὸ μέτωπο τῆς φάλαγγος δι’ ἐλαττώσεως τοῦ βάθους ἢ [[μεταβάλλω]] οἱανδήποτε πλευρὰν τῆς φάλαγγος εἰς [[μέτωπον]], ἢ ἐκ δεξιᾶς ἢ ἀριστερᾶς ἢ [[ὄπισθεν]] ἐπιφανέντων πολεμίων ὀρθῶς ἐξελίξαι Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἑλλ. 4. 3, 18, πρβλ. Λίβ. 44. 37· ἐξελίττεται ὁ [[στίχος]] Ξεν. Λακεδ. Πολ. 11. 8. 2) ἐν τῷ παθ., ἀποσύρομαι, Πλουτ. Αἰμίλ. 17· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἀμεταβάτως, ἀναγκαζομένους ἐξελίττειν συνεχῶς ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Τιμολ. 27· καὶ ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 51, 11.
|lstext='''ἐξελίσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, φέρ’, ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων ἴδω τί λέξαι [[δέλτος]] ἥδε μοι θέλει Εὐρ. Ἱππ. 864· μεταφ., [[ἀναπτύσσω]], [[ἑρμηνεύω]], Λατ. explicare, σὺ δ’ ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα; ὁ αὐτ. Ἱκ. 141· διηγοῦμαι, ἐν Ἴωνι 397: ― Παθ., ὁ... [[κύκλος]]... ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν, ἐκτυλίσσεται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ σχηματίσῃ ἴσην γραμμήν, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 1, πρβλ. Προβλ. 16. 6, 2. 2) ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, [[ἔνθα]] Νηρῄδων χοροὶ κάλλιστον [[ἴχνος]] ἐξελίσσουσι ποδὸς Εὐρ. Τρῳ. 3· ἐξελίσσειν τινὰ κύκλῳ, διώκειν τινὰ [[πέριξ]] τινὸς πράγματος, ὁ δ’ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 977· οἱ δὲ περὶ τὸν νομέα κύκλους ἀγερώχους ἐξελίττοντες, κάμνοντες γύρους, Ἡλιόδ. 5. 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 368Α· ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, τρέχων [[κάμνω]] ἑλιγμούς, αἰφνιδίως [[ἀλλάσσω]] δρόμον, ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ [[πρόσω]] Ἀρρ. Κυν. 17, 3· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., [[αὐτόθι]] 16, 3· ἢ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Αἰλ. π. Ζ. 13. 14· καὶ, ἐξ. ἑαυτόν, διαφεύγειν, [[αὐτόθι]] 16: ― ἀκολούθως, [[συχνάκις]] ἀμεταβ., περιστρέφομαι, ἐπὶ δεξιὰ ἐξελίττειν Πλουτ. Κάμιλλ. 5· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, τοὺς κόλπους ἐξελίσσων, ἀκολουθῶν τὰς καμπὰς τῶν κόλπων, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 84· ἐξ. τὴν τάφρον, στραφεὶς πρὸς τὴν τάφρον, Πλουτ. Πύρρ. 28. ΙΙ. ὡς στρατωτικὸς ὅρος = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, ἐκτείνων τὸ μέτωπο τῆς φάλαγγος δι’ ἐλαττώσεως τοῦ βάθους ἢ [[μεταβάλλω]] οἱανδήποτε πλευρὰν τῆς φάλαγγος εἰς [[μέτωπον]], ἢ ἐκ δεξιᾶς ἢ ἀριστερᾶς ἢ [[ὄπισθεν]] ἐπιφανέντων πολεμίων ὀρθῶς ἐξελίξαι Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἑλλ. 4. 3, 18, πρβλ. Λίβ. 44. 37· ἐξελίττεται ὁ [[στίχος]] Ξεν. Λακεδ. Πολ. 11. 8. 2) ἐν τῷ παθ., ἀποσύρομαι, Πλουτ. Αἰμίλ. 17· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἀμεταβάτως, ἀναγκαζομένους ἐξελίττειν συνεχῶς ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Τιμολ. 27· καὶ ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 51, 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> dérouler : περιβολὰς σφραγισμάτων EUR le cordon noué autour des tablettes et retenu par le cachet ; τὴν φάλαγγα XÉN faire évoluer une troupe de façon que les hommes, en faisant volte-face, reviennent par ordre de rang de queue en tête, le dernier rang pivotant sur place;<br /><b>2</b> mouvoir en rond : ἑαυτόν ÉL s’enfuir en décrivant des circuits <i>en parl. d’un animal</i>;<br /><b>3</b> faire le tour de : τάφρον PLUT contourner un fossé;<br /><b>4</b> tirer de ; <i>Pass.</i> se tirer de;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> décrire des circuits : [[τῇ]] καὶ [[τῇ]] ÉL çà et là;<br /><b>2</b> se tirer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελίσσω Medium diacritics: ἐξελίσσω Low diacritics: εξελίσσω Capitals: ΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: exelíssō Transliteration B: exelissō Transliteration C: ekselisso Beta Code: e)celi/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξελίττω,

   A unroll, unfold, περιβολὰς σφραγισμάτων E. Hipp.864; ταρσούς Aen.Tact.29.8; χάρτην HeroAut.26.8: metaph., unfold, θεσπίσματα, λόγον, E.Supp.141, Ion397; θεῖον νόμον Porph. Marc.26; οὐδ' ἄρα [τὸν αἰῶνα] ἐξελίξεις Plot.3.7.6; προσελθοῦσα ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην; Id.2.4.9:—Pass., ὁ . . κύκλος . . ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν is unrolled so as to form a line, Arist.Mech. 855a29, cf. Pr.914a30, HeroAut.25.3.    2 of any rapid motion, ἴχνος ἐ. ποδός evolve the mazy dance, E.Tr.3; χορείαν Aristid.1.97 J.; ἐ. τινὰ κύκλῳ hunt one round and round, E.HF977; ἐ. κύκλους περί τινα wheel in circles round him, Hld.5.14; ἐ. τὸν αὑτῆς κύκλον [ἡ σελήνη] Plu.2.368a; of the hare, δρόμον ἐ. double, Arr.Cyn.17.3:— Pass., -ιχθῆναι τοὺς ἑλιγμούς ib.21.3; wheel about, ἐπὶ δεξιά Plu.Cam. 5, cf. Tim.27: c. acc. loci, τοὺς κόλπους ἐ. follow the windings of the bays, App.BC5.84; ἐ. τὴν τάφρον Plu.Pyrrh.28.    b intr. in Act., Arr.Cyn.25.2; ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Ael.NA13.14 (also ἐ. ἑαυτόν escape, ib.3.16); of ships, παρὰ τὴν γῆν -ξασαι διέφυγον Plb.1.28.12, cf. 1.51.11.    3 evolve, in Pass., ζωὴ ἐξελιττομένη εἰς τέλος Plot.1.4.1; ὅσα τὰ πολλά, τοσαῦτα τὸ ἕν, ἀφ' οὗ ἐξελίττεται Dam.Pr.4.    II as military term, = ἀναπτύσσειν, extend the front by bringing up the rear men, deploy, τὴν φάλαγγα X.Cyr.8.5.15, HG4.3.18; ἐξελίττεται ὁ στίχος Id.Lac.11.8.    b countermarch, Ascl.Tact.10.13, etc.    c generally, manoeuvre, Arr.Tact.25.6:—Med. or Pass., ib.16.8.    2 extricate, τὴν δύναμιν τῶν στενῶν Plu.Alex.20.

German (Pape)

[Seite 876] att. ἐξελίττω (s. ἑλίσσω), 1) auseinander-, entwickeln, entfalten; περιβολὰς σφραγισμάτων Eur. Hipp. 864; übertr., θεσπίσματα Suppl. 141, deuten; λόγον, erzählen, Ion 397; bes. vom Heere, τὴν φάλαγγα, entwickeln, Xen. Hell. 4, 3, 18 Cyr. 8, 5, 15, die hinteren Treffen vorrücken und in die Front der Schlachtordnung einrücken lassen; Plut. Aemil. 17 u. oft; von der Flotte, Pol. 1, 51, 11. – 2) schnell bewegen (s. simplez); ἴχνος ποδός, vom Reigentanz, Eur. Tr. 3; χορόν, χορείαν, Sp.; τὸν αὑτῆς κύκλον ἐξελίσσει (σελήνη), vollendet seinen Kreislauf, Plut. Is. et Os. 42; – ἑαυτόν, entwischen, Ael. H. A. 3, 16; öfter auch ohne ἑαυτόν. Dah. τὴν τάφρον, um den Graben schwenken, Plut. Pyrrh. 28; ἐπὶ δεξιὰ ἐξ., sich rechtshin wenden, durch περιστρεφόμενος erkl., Cam. 5; sich zurückziehen, Timol. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελίσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, φέρ’, ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων ἴδω τί λέξαι δέλτος ἥδε μοι θέλει Εὐρ. Ἱππ. 864· μεταφ., ἀναπτύσσω, ἑρμηνεύω, Λατ. explicare, σὺ δ’ ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα; ὁ αὐτ. Ἱκ. 141· διηγοῦμαι, ἐν Ἴωνι 397: ― Παθ., ὁ... κύκλος... ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν, ἐκτυλίσσεται οὕτως ὥστε νὰ σχηματίσῃ ἴσην γραμμήν, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 1, πρβλ. Προβλ. 16. 6, 2. 2) ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, ἔνθα Νηρῄδων χοροὶ κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδὸς Εὐρ. Τρῳ. 3· ἐξελίσσειν τινὰ κύκλῳ, διώκειν τινὰ πέριξ τινὸς πράγματος, ὁ δ’ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 977· οἱ δὲ περὶ τὸν νομέα κύκλους ἀγερώχους ἐξελίττοντες, κάμνοντες γύρους, Ἡλιόδ. 5. 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 368Α· ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, τρέχων κάμνω ἑλιγμούς, αἰφνιδίως ἀλλάσσω δρόμον, ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω Ἀρρ. Κυν. 17, 3· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 16, 3· ἢ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Αἰλ. π. Ζ. 13. 14· καὶ, ἐξ. ἑαυτόν, διαφεύγειν, αὐτόθι 16: ― ἀκολούθως, συχνάκις ἀμεταβ., περιστρέφομαι, ἐπὶ δεξιὰ ἐξελίττειν Πλουτ. Κάμιλλ. 5· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, τοὺς κόλπους ἐξελίσσων, ἀκολουθῶν τὰς καμπὰς τῶν κόλπων, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 84· ἐξ. τὴν τάφρον, στραφεὶς πρὸς τὴν τάφρον, Πλουτ. Πύρρ. 28. ΙΙ. ὡς στρατωτικὸς ὅρος = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, ἐκτείνων τὸ μέτωπο τῆς φάλαγγος δι’ ἐλαττώσεως τοῦ βάθους ἢ μεταβάλλω οἱανδήποτε πλευρὰν τῆς φάλαγγος εἰς μέτωπον, ἢ ἐκ δεξιᾶς ἢ ἀριστερᾶς ἢ ὄπισθεν ἐπιφανέντων πολεμίων ὀρθῶς ἐξελίξαι Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἑλλ. 4. 3, 18, πρβλ. Λίβ. 44. 37· ἐξελίττεται ὁ στίχος Ξεν. Λακεδ. Πολ. 11. 8. 2) ἐν τῷ παθ., ἀποσύρομαι, Πλουτ. Αἰμίλ. 17· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἀμεταβάτως, ἀναγκαζομένους ἐξελίττειν συνεχῶς ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Τιμολ. 27· καὶ ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 51, 11.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 dérouler : περιβολὰς σφραγισμάτων EUR le cordon noué autour des tablettes et retenu par le cachet ; τὴν φάλαγγα XÉN faire évoluer une troupe de façon que les hommes, en faisant volte-face, reviennent par ordre de rang de queue en tête, le dernier rang pivotant sur place;
2 mouvoir en rond : ἑαυτόν ÉL s’enfuir en décrivant des circuits en parl. d’un animal;
3 faire le tour de : τάφρον PLUT contourner un fossé;
4 tirer de ; Pass. se tirer de;
II. intr. 1 décrire des circuits : τῇ καὶ τῇ ÉL çà et là;
2 se tirer de.
Étymologie: ἐξ, ἑλίσσω.